1. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
1. Αντικείμενο είναι το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει η
ενέργεια του υποκειμένου: π.χ. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐπείθοντο τοῖς νόμοις.
2. Το αντικείμενο τίθεται πάντοτε σε μία από τις πλάγιες πτώσεις: γενική, δοτική,
αιτιατική.
3. Αντικείμενο παίρνουν μόνο τα ενεργητικά μεταβατικά ρήματα!
4. Για να βρούμε το αντικείμενο ενός ρήματος ρωτάμε :τι, ποιον, σε ποιον + ρήμα.
5. Τα ρήματα που παίρνουν ένα αντικείμενο λέγονται μονόπτωτα ενώ τα ρήματα που
παίρνουν δύο αντικείμενα λέγονται δίπτωτα.
Θέση αντικειμένου μπορεί να έχει:
1. Ουσιαστικό σε πλάγιες πτώσεις: Οἱ Ἀθηναῖοι ἐφρούρουν τά τείχη.
2. Επίθετο, μετοχή ή αντωνυμία: Τοὺς ξένους ἀδικεῖ σφόδρα. Εὑμενῶς ἐδέξατο ἡμᾶς.
3. Απαρέμφατο έναρθρο ή άναρθρο: Οἱ ἒφιπποι φοβοῦνται τό καταπεσεῖν.
4. Άκλιτη λέξη ή φράση με άρθρο: Τοὺς μέν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ ἠνδραπόδισε.
5. Δευτερεύουσα ονοματική πρόταση: Λέγουσιν ὃτι δεκαταῖος ἀφίκετο ἐπὶ τό ὂρος.
6. Εμπρόθετος προσδιορισμός(εἰς, ἀμφί, περί, ὑπέρ, ὡς + αιτιατική =ποσό κατά
προσέγγιση/ κατά+ αιτιατική =μερισμό/επί+ αιτιατική = έκταση):Διέφθειραν ἐς
ὀκτακοσίους.
Μονόπτωτα ρήματα με γενική
Αντικείμενο σε γενική δέχονται τα ρήματα που σημαίνουν:
1. μνήμη ή λήθη: μνημονεύω (φέρνω στη μνήμη μου), μιμνήσκομαι (θυμάμαι),
μέμνημαι (θυμάμαι), ἐπιλανθάνομαι (ξεχνώ)
2. επιμέλεια, φροντίδα, φειδώ και τα αντίθετα τους: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι (φροντίζω),
προνοῶ (φροντίζω, προνοώ), κήδομαι (φροντίζω), μεταμέλλομαι (μετανοώ),
ὀλιγωρῶ (παραμελώ), ἀμελῶ, φείδομαι (τσιγκουνεύομαι), ἀφειδῶ( δεν λυπάμαι,
είμαι σπάταλος)
3. χωρισμό, αποχή, απομάκρυνση, απαλλαγή: χωρίζομαι, διέχω (απέχω), ἄπειμι
(απομακρύνομαι), παραχωρῶ (παραμερίζω), ἀπαλλάττω (απαλλάσσω), ἐλευθερῶ
(ελευθερώνω), λύω (λύνω, ελευθερώνω), ἀφίεμαι (αφήνω, απαλλάσσω),
ἀφίσταμαι, ἀπέχω / ἀπέχομαι (απέχω)
4. Έναρξη ή λήθη: ἄρχω / ἄρχομαι (αρχίζω), λήγω (σταματώ), παύομαι (σταματώ)
5. Εξουσία: ἄρχω (είμαι άρχοντας, εξουσιάζω), κρατῶ (εξουσιάζω, νικώ), βασιλεύω,
ἡγεμονεύω (είμαι ηγεμόνας), δεσπόζω (είμαι κυρίαρχος), στρατηγῶ (είμαι
στρατηγός), τυραννῶ , ἡγοῦμαι (είμαι αρχηγός), προΐσταμαι.
Αλεξάνδρα Γερακίνη, ΠΕΟ2
1
2. 6. Συμμετοχή, αφθονία ή στέρηση: μετέχω (συμμετέχω ), μεταλαμβάνω (μετέχω ),
κοινωνῶ (συμμετέχω ), κληρονομῶ, βρίθω, (είμαι φορτωμένος), πίμπλαμαι (είμαι
γεμάτος), εὐπορῶ (έχω κάτι σε αφθονία), γέμω (είμαι γεμάτος) πλήθω (είμαι
πλήρης), μεστῶ (παραγεμίζω), δέομαι (έχω ανάγκη), χρῄζω (έχω ανάγκη,
χρειάζομαι), ἀπορῶ (στερούμαι), στέρομαι (στερούμαι).
7. Επιθυμία, απόλαυση: ἐπιθυμῶ, ἐρῶ / (αγαπώ με πάθος), ἐφίεμαι (επιθυμώ πολύ),
ὀρέγομαι (ποθώ, επιθυμώ, ἀπολαύω (απολαμβάνω κάτι), ὀνίναμαι (απολαμβάνω,
χαίρομαι)
8. Αίσθηση, αντίληψη: ἄπτομαι (πιάνω, πιάνομαι), ψαύω (αγγίζω), ἔχομαι (κρατιέμαι
σταθερά), δράττομαι (πιάνω), λαμβάνομαι (πιάνομαι από κάτι, γεύομαι (δοκιμάζω,
τρώω) ὀσφραίνομαι,(μυρίζω), ἀκούω, ἀκροῶμαι (ακούω, προσέχω σε κάτι)
9. Απόπειρα, επιτυχία ή αποτυχία: πειρῶ (επιχειρώ, δοκιμάζω), πειρῶμαι (δοκιμάζω,
εξετάζω), τυγχάνω (επιτυγχάνω), ἀποτυγχάνω, ἁμαρτάνω (αποτυγχάνω)
10. Υπεροχή, διαφορά ή σύγκριση: ἡττῶμαι (είμαι κατώτερος), λείπομαι (υστερώ),
ὑστερῶ (καθυστερώ, είμαι κατώτερος), διαφέρω (υπερέχω), προέχω (προηγούμαι),
πλεονεκτῶ (υπερβάλλω)
11. Τα σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, κατά, πρό, ὑπέρ, διά: ἀφίσταμαι
(απομακρύνομαι, αποστατώ), ἐκβάλλω (μεταφέρω έξω)……
Μονόπτωτα ρήματα με δοτική
Αντικείμενο σε δοτική δέχονται τα ρήματα που σημαίνουν:
1. Φιλική ή εχθρική διάθεση ή ενέργεια: ἀρέσκω, εὐνοῶ, βοηθῶ, ἀμύνω, λυσιτελῶ
(ωφελώ), ἐνοχλῶ, μάχομαι, πολεμῶ, ἐπιτιμῶ (κατηγορώ), ἐναντιοῦμαι, ἀπειλῶ,
ὀργίζομαι, φθονῶ
2. Προσέγγιση, ακολουθία, διαδοχή, μείξη ή επικοινωνία: πλησιάζω, πελάζω
(πλησιάζω), ἀκολουθῶ, ἕπομαι (ακολουθώ), ὁμιλῶ (συναναστρέφομαι),
περιτυγχάνω(συναντώ) μείγνυμαι (συναντώ, συναναστρέφομαι), χρῶμαι
(συναναστρέφομαι, χρησιμοποιώ), κεράννυμι (αναμειγνύω)
3. Ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία και τα αντίθετα τους: ἰσοῦμαι (εξισώνομαι), ὁμοιάζω,
ἕοικα (ομοιάζω), συμφωνῶ, ὁμολογῶ, ὁμονοῶ, συνᾴδω (συμφωνώ), συναρμόττω
(ταιριάζω)
4. Έριδα ή συμφιλίωση: διαφέρομαι (φιλονικώ), ἐρίζω (φιλονικώ), σπένδομαι
(συνθηκολογώ), διαλλάττομαι / καταλλάττομαι (συμφιλιώνομαι)
5. Αρμόζει ή ταιριάζει: δεῖ, ἀρμόττει, προσήκει
6. Τα σύνθετα με τις προθέσεις: ἐν, ἐπί, παρά, περί, προς, σύν, ὑπό και το επίρρημα
ὁμοῦ: ἐμμένω (μένω πιστός), σύνειμι (συναναστρέφομαι), ἐπιτίθεμαι
Αλεξάνδρα Γερακίνη, ΠΕΟ2
2
3. Μονόπτωτα ρήματα με αιτιατική
1. Με αιτιατική συντάσσονται ρήματα ποικίλων σημασιών.
2. Εξωτερικό αντικείμενο: φανερώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα που
προϋπάρχει της ενέργειας του υποκειμένου.
3. Εσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος: φανερώνει το αποτέλεσμα της
ενέργειας του υποκειμένου και τίθεται με ρήματα που έχουν την έννοια της
δημιουργίας κάποιου πράγματος που δεν υπήρχε πριν.
4. Εσωτερικό αντικείμενο ή σύστοιχο: Το αντικείμενο εκφράζει το περιεχόμενο της
ενέργειας του ρήματος.
Σύστοιχο αντικείμενο
1. Είναι ομόρριζο με το ρήμα ή προέρχεται από τη ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος
και συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό(νικῶ νίκην, θύω θυσίας).
2. Πολλές φορές η σύστοιχη αιτιατική παραλείπεται και τότε ως σύστοιχο αντικείμενο
λειτουργεί ο επιθετικός προσδιορισμός σε ουδέτερο γένος πληθυντικού, συνήθως
αριθμού.( Θηβαῖοι πολλά και μεγάλα ἡμᾶς ἠδίκησαν/πολλάς και μεγάλας ἀδικίας)
Δίπτωτα ρήματα με δύο αιτιατικές( το άμεσο είναι η αιτιατική προσώπου και το έμμεσο η
αιτιατική πράγματος)
Με δύο αιτιατικές συντάσσονται τα ρήματα :
1. αἰτῶ (ζητώ), ἐρωτῶ, εἰσπράττω, ἀποκρύπτω, ἀποστερῶ
2. διδάσκω, ἀναμιμνήσκω(υπενθυμίζω)
3. ἐνδύω (ντύνω), εκδύω(ξεντύνω)
4. Πολλά μεταβατικά ρήματα, όταν παίρνουν εκτός από το αντικείμενο σε αιτιατική και
σύστοιχο αντικείμενο: δρῶ, ποιῶ, ἐργάζομαι, ἀγορεύω, λέγω……
5. Τα ρήματα ὀνομάζω, ἐκλέγω, διορίζω, ποιῶ, καθίστημι, κρίνω, θεωρῶ,
ἒχω…..Προσοχή:Σε αυτήν την περίπτωση η μία από τις δύο αιτιατικές είναι
κατηγορούμενο στην άλλη: Φύλακας κατέστησαν ἡμᾶς.
Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και γενική(το άμεσο είναι η αιτιατική και το έμμεσο η γενική)
Με αιτιατική και γενική συντάσσονται τα ρήματα:
1. ἐστιῶ(φιλεύω), πληρῶ(γεμίζω), κενῶ(αδειάζω),
2. ἀκούω, μανθάνω, πυνθάνομαι(πληροφορούμαι)
3. λαμβάνω(πιάνω), ἂγω(οδηγώ), κωλύω(εμποδίζω), ἀποστερῶ
4. πωλῶ, ὠνοῦμαι(αγοράζω), τιμῶ(καθορίζω τιμή) και άλλα που αναφέρονται σε αξία
ή τίμημα. Με τα ρήματα αυτά η γενική φανερώνει την αξία ή το τίμημα και είναι
γενική της αξίας
Αλεξάνδρα Γερακίνη, ΠΕΟ2
3
4. 5. ρήματα ψυχικού πάθους: θαυμάζω, μακαρίζω, εὐδαιμονίζω, ὀργίζομαι, οἰκτίρω,
ζηλῶ. Στα ρήματα αυτά η γενική είναι της αιτίας.
6. Δικαστικά ρήματα: αἰτιῶμαι,(κατηγορώ), διώκω(κατηγορώ στο δικαστήριο),
γράφομαι(καταγγέλω), καταψηφίζομαι(καταδικάζω). Στα ρήματα αυτά η γενική είναι
της αιτίας, της ποινής ή του εγκλήματος.
7. Πολλά σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, πρό, και κυρίως ρήματα σύνθετα με την
πρόθεση κατά που έχουν δικαστική έννοια: καταγιγνώσκω(καταδικάζω),
καταψηφίζομαι(καταδικάζω).
Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και δοτική(το άμεσο είναι η αιτιατική και το έμμεσο η δοτική)
Με αιτιατική και δοτική συντάσσονται τα ρήματα :
1. λέγω, ὑπισχνοῦμαι(υπόσχομαι), δείκνυμι, δίδωμι, φέρω, παρέχω, κομίζω και τα
συνώνυμα τους.
2. Τα ρήματα που σημαίνουν εξίσωση, μείξη, συμφιλίωση: ἐξισῶ, ὁμοιῶ, μείγνυμι…..
3. ἀνακοινῶ, ἀποκρίνομαι, δηλῶ, σημαίνω, παραινῶ, ἀναγγέλω, ἀγγέλω………
4. Πολλά ρήματα σύνθετα με τις προθέσεις ἐπί σύν και ἐν.
Δίπτωτα ρήματα με γενική και δοτική(το άμεσο είναι η γενική και το έμμεσο η δοτική)
Με γενική και δοτική συντάσσονται τα ακόλουθα ρήματα:
1. παραχωρῶ, ὑπείκω/υπανίσταμαι(παραχωρώ), συγγιγνώσκω(συγχωρώ κάτι σε
κάποιον)
2. μετέχω, κοινωνῶ, μεταδίδωμι, μεταλαμβάνω
3. φθονῶ( αρνούμαι κάτι σε κάποιον από φόβο), μέμφομαι(επικρίνω κάποιον για
κάτι), ἀμφισβητῶ, ἀντιποιοῦμαι(διεκδικώ κάτι από κάποιον)
4. τιμῶ(ορίζω για κάποιον τιμή) και τιμῶμαι(προτείνω για κάποιον ποινή ως
κατήγορος ή για τον εαυτό μου ως κατηγορούμενος). Η γενική με αυτά τα δικανικά
ρήματα είναι γενική της ποινής.
ΑΣΚΗΣΗ
Στις παρακάτω προτάσεις να αναγνωρίσετε τα αντικείμενα και την κατηγορία ρημάτων
που συντάσσονται με αυτά τα αντικείμενα:
1. Ἀχιλλέως καί Πατρόκλου μέμνησθε και Ὁμήρου.
2. Τῇ βασιλείᾳ προσήκει καλοκαγαθία.
3. Οἱ δημαγωγοί τά πλήθη κολακεύουσι.
4. Οὗτοι νοσοῦσι μεγάλα.
5. Ὁ πάππος τόν Κῦρον καλήν στολήν ἐνέδυσε.
6. Ἐνέπλησαν βοῆς τήν ἀγοράν.
Αλεξάνδρα Γερακίνη, ΠΕΟ2
4