ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ,,το ημερολόγιο του Αξιώτη...,,
1. Το ημερολόγιο του Μανώλη Αξιώτη :
10 Αυγούστου του 1922, με στείλανε στο μέτωπο του Αφιόρ
Καραχισάρ για τη μεγάλη κεμαλική επίθεση. Μέρα και νύχτα
σκάβαμε χαρακώματα , με συσσίτιο γαλέτα και ρέγγα. Έσφυγγα
δόντια και ψυχή κι έλεγα « Ώρα μάχης Αξιώτη , το χρέος σου
κάνεις ».
13 Αυγούστου του 1922, μια τουρκική φάλαγγα μπούκαρε από
μια χαράδρα και σπάζοντας τις γραμμές μας , κάλπαζε δεξιά
για να μας αποκόψει από τη σιδηροδρομική γραμμή . Το
πυροβολικό μας άρχισε να επιτίθεται. Ο εχθρός φοβήθηκε,
γύρισε πίσω . Ξάφνου μουγγάθηκε το παν. Όλη τη νύχτα την
περάσαμε με την αγωνία και το φόβο μα κανείς δεν τόλμησε να
την ξεστομίσει.
14 Αυγούστου του 1922, με την ανατολή του ηλίου ένας ψίθυρος
κατρακύλησε «Οπισθοχώρηση » Μέσα σε δευτερόλεπτα
μαζέψαμε τα πράγματά μας. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε τηρώντας
όλους τους στρατιωτικούς κανόνες , οπισθοφυλακές ,
πλαγιοφυλακές συνδέσμους.
17 Αυγούστου του 1922 όταν σηκώθηκε ο ήλιος το θέαμα που
αντικρίσαμε ήταν φοβερό , ακρωτηριασμένα κορμιά , σκόρπια
χέρια , πόδια και κεφάλια, λες και δαίμονες είχαν κλοτσήσει
με περιφρόνηση τη ζωή να την εξαφανίσουν από προσώπου γης.
Εκείνη τη στιγμή αφού μάθαμε την εισβολή των τούρκων στο
2. μέτωπο αρχίσαμε να τρέχουμε από εδώ κι από εκεί για να
φύγουμε . Στο δρόμο με σταμάτησε ένας άλλος φαντάρος και μου
έδειξε τον τραυματία που κουβαλούσε. Ήταν ο φίλος μου ο
Νικήτας Δροσάκης. Αμέσως περιποιήθηκα τις πληγές του και
με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να τον πάω μέχρι τον Ερυθρό
Σταυρό.
20 Αυγούστου 1922, δυο μέρες πάλευα να πάρω τρένο.
Πιάστηκα από μια πόρτα σπασμένη και καθώς έτρεχε ο συρμός
σκάλωσα στην στέγη του. Μετά από τουλάχιστον έξι ώρες ταξίδι
αργά τη νύχτα το τρένο τραντάχτηκε απότομα και οι
κρεμασμένοι τιναχτήκαμε σαν βλήματα . Εγώ στάθηκα τυχερός
γιατί έπεσα σε ένα χωράφι και οι ζημιές που έπαθα δεν ήταν
σοβαρές. Ένιωθα ζαλάδα και κούραση. Ήθελα να κοιμηθώ και
να μην ξυπνήσω. Μα τη ζωή ακόμα και σε τέτοιες ώρες φοβάσαι
μην τη χάσεις.
24 Αυγούστου 1922, μόλις πάτησα το πόδι μου στη Σμύρνη
αντίκρισα μια νεκρή πόλη. Γύριζα σα χαμένος ανάμεσα στον
κόσμο και έψαχνα να βρω τους δικούς μου. Όταν μπήκα σε ένα
κουρείο για να σουλουπωθώ να με γνωρίσουν η οικογένεια μου
, από τα λόγια του μπαρμπέρη κατάλαβα πως ο κόσμος δεν
ήθελε να εννοήσει ότι οι Τούρκοι μπήκαν στο μέτωπο και πως
έρχονταν το τέλος μας. Ήθελα να του πω για τις προδοσίες και
τα συμφέροντα των μεγάλων για τις στραβοτιμονιές των δικών
μας, μα συγκρατήθηκα . Εκείνη τη στιγμή ο Ελληνικός στόλος
3. έφυγε, μας άφησε στο έλεος του Θεού. Πήρα τρεχάλα τον δρόμο
και βγήκα στην προκυμαία την στιγμή που τα πολεμικά
σήκωναν άγκυρα . Τότε ήταν που αγριέψαμε, διότι το γαλλικό
πλοίο έπαιζε τον εθνικό μας ύμνο και χαιρετούσε τα πλοία που
έφευγαν. Λίγο αργότερα στο σταθμό συνάντησα την οικογένεια
μου, πήγαμε στο λιμάνι και μπήκαμε σε μια μαούνα.
25 Αυγούστου 1922. Το πρωί μας ξύπνησε ο καλπασμός των
αλόγων. Ο τελάλης φώναξε να βγει ο κόσμος να πάει στις
δουλειές του. Η χαρά μας τότε έφτασε στο αποκορύφωμα της .
Ξάφνου μέσα στην αναστάτωση ακούγονται φωνές. «Βαλαν φωτιά
στη Σμύρνη μας.» Απελπίστηκα. Χιλιάδες κόσμος έπεσε στη
θάλασσα να σωθεί. Όσοι ήρθαν στη μαούνα, μας ιστορούν τι
έγινε.
26 Αυγούστου 1922. Το πρωί ήρθανε τουρκικά ρυμουλκά και
έδεσαν τις μαούνες στην παραλία. Δώσανε διαταγή να αδειάσουμε
τις μαούνες. Για να σωθούμε πήγαμε στο νεκροταφείο, γιατί
εκεί οι Τούρκοι σκιάζονται , και μετά φτάσαμε σε ένα
εργοστάσιο.
27 Αυγούστου 1922, μπήκαν τούρκοι στρατιώτες στο
εργοστάσιο και έδωσαν διαταγή οι άνδρες από 18-45 να μείνουν
αιχμάλωτοι για να χτίσουνε ότι χαλάσανε. Έτσι έμεινα και εγώ
με τον αδερφό μου τον Κώστα. Όταν μας μάζεψαν όλους μαζί
βρήκα και έναν φίλο μου τον Πάνο. Υποψιαστήκαμε πως μόλις
4. βγούμε παραόξω θα μας ξεκάνουν . Το κακό άρχισε από τα
σοκάκια της Σμύρνης. Στα τουρκοχώρια μας περιμένανε τα
χειρότερα . Για ώρες , ατελείωτο περπάτημα και κακουχίες,
εξαντλημένοι χωρίς νερό. Πριν φτάσουμε στο Αχμετλί πήρανε
στην τύχη τρακόσους ανάμεσα σε αυτούς εμένα και τον Πάνο και
αρχίσαμε την πορεία για τ’Αϊντίνι. Εκεί χωριστήκαμε με τον
αδερφό μου. Δεν προλάβαμε να αποχαιρετιστούμε…..
30 Αυγούστου 1922. Τα μέρη που περνούσαμε τα ξέραμε
σπιθαμή προς σπιθαμή . Πριν φτάσουμε στο χωριό μας ,
αποφασίσαμε με τον Πάνο να αποδράσουμε. Αφού εξαπατήσαμε
τους φύλακες κατευθυνθήκαμε προς το Κιρκιντζέ, το χωριό
μας. Από εκεί τραβήξαμε το δρόμο για τη θάλασσα . Σκοπός μας
ήταν να περάσουμε απέναντι σε ένα νησάκι και από κει στη
Σάμο. Όταν φτάσαμε ο Πάνος δείλιασε να πέσει στο νερό. Και
έτσι πέρασα μόνο εγώ. Ήρθε μια ψαρόβαρκα να με πάει στη
Σάμο . Παρά την άρνηση των ψαράδων κατάφερα να τους πείσω
να πάμε να πάρουμε και τον Πάνο. Έτσι φτάσαμε και οι δυο στη
Σάμο. Τόσα φαρμάκια , τόση συμφορά , κι εμένα ο νους να
γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να΄ ταν , λέει , ψέμα όλα όσα
περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας. Έκει καρσί ,
στα μικρασάτικά παράλια, ήταν ίσαμε χτες η πατρίδα μας.
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε,
Σελάμ σοιλέ…… Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε
με αίμα. Καχρ ολσούν! Ανάθεμα στους αίτιους!