3. ΣΤΟΧΟΙ:
1.
Παρουςύαςη των δύο καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών.
2.
Εςτύαςη ςτα κύρια χαρακτηριςτικϊ των δύο ρευμϊτων.
3.
Γνωριμύα των δύο βαςικών εκφραςτών τουσ. Πανςϋληνο και θεοφϊνη.
4. Ανϊδειξη των αντιπροςωπευτικότερων καλλιτεχνικών δημιουργιών των δύο ςχολών.
5.
Εικονικό περιόγηςη μϋςα ςτο Πρωτϊτο και τη μονό Σταυρονικότα Αγύου Όρουσ.
6.
Σχολιαςμόσ και ςύγκριςη των αιςθητικών χαρακτηριςτικών των δύο ςχολών.
Ειςηγητόσ: Κυριακουλόπουλοσ Ευϊγγελοσ ΠΕ01
5. Η Μακεδονικό Σχολό ϊκμαςε τον 13ο-14ο
αι.
Χαρακτηριςτικϊ:
Έντονα και πλούςια χρώματα
Πλατιϊ ςαρκώματα και φωτύςματα.
Διαγραφό των ςωμϊτων κϊτω από τα
ενδύματα.
Πλούςια πτυχολογύα διακοςμημϋνη με
θεαματικό λεπτομϋρεια.
Ένταςη, κύνηςη, ελευθερύα,
Έντονη ϋκφραςη τησ ψυχολογικόσ
καταςτϊςεωσ
των
εικονιζόμενων
προςώπων.
6. Σημεύα αναφορϊσ αυτόσ τησ
ςχολόσ εύναι ο ρεαλιςμόσ
ςτην
απεικόνιςη
των
μορφών, όχι μόνον ςτα
εξωτερικϊ χαρακτηριςτικϊ
αλλϊ και ςτην απόδοςη του
εςωτερικού κόςμου.
Οι
ςυνθϋςεισ
εύναι
πολυπρόςωπεσ,
όλεσ
οι
μορφϋσ κινούνται μϋςα ςτο
χώρο,
ο
οπούοσ
εύναι
διευρυμϋνοσ και αποδύδεται
με αξιοςημεύωτο βϊθοσ.
7. Ο Εμμανουόλ Πανςϋληνοσ εύναι ο κύριοσ εκπρόςωποσ τησ λεγόμενησ Μακεδονικόσ Σχολόσ.
Η βιογραφύα του μασ εύναι ϊγνωςτη. Αυτό αποτϋλεςε και την αιτύα ώςτε να αμφιςβητηθεύ η ύπαρξό του.
Όμωσ οι εξαύςιεσ για την καλλιτεχνικό τουσ αξύα τοιχογραφύεσ, που διαςώζονται ςτο εςωτερικό του Πρωτϊτου ςτο Άγιο
Όροσ, παραμϋνουν αδιϊψευςτοι μϊρτυρεσ τησ καλλιτεχνικόσ του δρϊςησ.
Φϋρεται ότι γεννόθηκε ςτην Θεςςαλονύκη τον 14ο αι. Μια ςειρϊ από ϋργα που αποδύδονται ςε αυτόν, τον αναδεικνύουν ςε
καλλιτεχνικό μορφό ιςϊξια με τουσ τεχνύτεσ των περύφημων ψηφιδωτών τησ προ τησ ϊλωςησ βυζαντινόσ τϋχνησ.
8. Πληροφορύεσ ςχετικϊ με τον Πανςϋληνο
παρϋχονται ςτο ςύγγραμμα «Ερμηνεύα τησ
Ζωγραφικόσ Τϋχνησ». Συγγραφϋασ του εύναι ο
ιερομόναχοσ και αγιογρϊφοσ Διονύςιοσ από τα
Φουρνϊ τησ Ευρυτανύασ που μόναςε ςτο Άγιο Όροσ
ςτισ αρχϋσ του 18ου αι.
Ο Διονύςιοσ απϋδιδε ςτον Πανςϋληνο τισ
τοιχογραφύεσ του Πρωτϊτου, τισ τοιχογραφύεσ του
εξωνϊρθηκα
του
καθολικού
τησ
Μονόσ
Βατοπεδύου,
του
καθολικού
των
Μονών
Παντοκρϊτοροσ και Μεγύςτησ Λαύρασ και πλόθοσ
φορητϋσ εικόνεσ ςε μονϋσ εντόσ και εκτόσ του Αγύου
Όρουσ.
Η επιςτημονικό ϋρευνα ϋχει αποδεχθεύ ωσ γνόςια
ϋργα του Πανςϋληνου, όςα ο Διονύςιοσ αναφϋρει
για το Άγιο Όροσ καθώσ και τισ τοιχογραφύεσ ςτο
παρεκκλόςιο του αγύου Ευθυμύου που βρύςκεται
μϋςα ςτο ναό του αγύου Δημητρύου Θεςςαλονύκησ.
Έργα του ϋχουν εντοπιςτεύ
Μακεδονύασ.
ςε πόλεισ
τησ
9. Στον Πανςϋληνο , ςύμφωνα με την παρϊδοςη, αποδύδονται οι τοιχογραφύεσ του Πρωτϊτου. Η ομοιογϋνεια ςτο ύφοσ και η
ςυνοχό που χαρακτηρύζουν τισ ςυνθϋςεισ αυτϋσ, μασ βεβαιώνουν ότι αποτελούν ϋκφραςη του ύδιου δημιουργικού
πνεύματοσ. Ενόσ μόνο καλλιτϋχνη και των βοηθών του (Σχολό Πανςϋληνου).
Ο Ιερομόναχοσ και αγιογρϊφοσ Διονύςιοσ εκ Φουρνϊ ςτο ςύγγραμμϊ του αναφϋρεται ςτον Πανςϋληνο με ϊκρατο
ενθουςιαςμό χαρακτηρύζοντϊσ τον μϊλιςτα ςαν τον μεγαλύτερο των ζωγρϊφων, αρχαύων και νεώτερων . Τον παρομοιϊζει
με την «παςιφαό Σελόνην» και προτρϋπει ςυχνϊ τον αναγνώςτη να μελετϊ τα ϋργα του μεγϊλου ζωγρϊφου. Μϊλιςτα
αναφϋρει τον Πανςϋληνο ωσ αντύπαλο του Θεοφϊνη, ο οπούοσ εύναι ο κύριοσ εκπρόςωποσ τησ Κρητικόσ ςχολόσ.
10. Οι τοιχογραφύεσ του Πρωτϊτου, αποτελούν ϋργα του 14ου αιώνα και εύναι κατϊ κοινό παραδοχό, οι αρχαιότερεσ
και καλλιτεχνικότερεσ του Αγύου Όρουσ. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σωτηρύου «Οι τοιχογραφύεσ αυτϋσ
ζωογονημϋνεσ από το ατομικό του καλλιτϋχνη αύςθημα, ϋχουν μεγϊλη δεξιότητα εις την
εκτέλεσιν, συνδυάζουν έντονη φυσικότητα μετά ευρείας διακοσμητικότητας. Αποτελούν δε τα μνημεύα
αυτϊ ϊριςτα δεύγματα τησ ςχολόσ εκεύνησ τησ βυζαντινόσ τϋχνησ του 14ου αι., η οπούα εζωογονόθη από την
πλϋον ιςχυρϊ - την όλωσ ανεξϊρτητον τησ ιταλικόσ - πνοόν τησ ελληνικόσ αναγϋννηςησ»
11. Ο Φώτησ Κόντογλου αναφϋρει :
«Η τραγικό τϋχνη του Πανςϋληνου ϋχει αναλογύα με τισ τεταραγμϋνεσ παραςτϊςεισ του Μιχαόλ Αγγϋλου. Δεινόσ εκτελεςτόσ
τησ εφ΄ υγρού ζωγραφικόσ ςυγκεντρώνει εισ ύψιςτον βαθμόν τα χαρύςματα του τοιχογρϊφου, δηλαδό την μνημειώδη
ευρύτητα των ςχημϊτων, την αύςθηςιν των επιφανειών, την περύ την κατϊτμηςην του χώρου ςοφύα, τα αδρϊ περιγρϊμματα
και την πλόρη υποταγό των λεπτομερειών εισ τασ μεγϊλασ γραμμϊσ του ϋργου. Το χρώμα του εύναι τεφρώδεσ και εισ ϊκρον
λιτόν, μετ΄ελαφρών υποπρϊςινων φωτοςκιϊςεων, ςε αντύθεςη προσ τουσ ζωγρϊφουσ τησ Κρητικόσ ςχολόσ που αγαπούν
τουσ βύαιουσ και μεταλλικούσ ςκιοφωτιςμούσ. Ο Πανςϋληνοσ αναδεικνύεται ακαταγώνιςτοσ και εισ τασ ςυνθϋςεισ και εισ την
αναπαρϊςταςιν μεμονωμϋνων μορφών. Παρ΄όλη την πειθαρχύα του ϋργου του εισ τον ρυθμό τησ παρϊδοςησ μια βαθειϊ πνοό
ωμού πραγματιςμού ςφραγύζει τισ τοιχογραφύεσ του…Ουδεύσ βυζαντινόσ ζωγρϊφοσ υπόρξε τόςο υποκειμενικόσ, τόςο
δημιουργικόσ, όςο ο Πανςϋληνοσ. Ουδενόσ δε το ϋργο φανερώνει τόςο ςυνειδητϋσ επιδιώξεισ που ϋχουν αναλογύα προσ τασ
ςημερινϊσ κατευθύνςεισ τησ τϋχνησ».
12. Στο Πρωτϊτο οι τοιχογραφύεσ εύναι αρκετϊ φθαρμϋνεσ αλλϊ μπορούν και μαρτυρούν την πνευματικότητα, και την υψηλό τεχνικό
κατϊρτιςη του καλλιτϋχνη. Το διϊχυτο φωσ ςτο πλϊςιμο των χρωματικών τόνων, ροδαλών και πραςινωπών φωτοςκιϊςεων, ο
ρεαλιςμόσ ςτην απόδοςη μορφών και κινόςεων δύχωσ εμμονό ςτισ λεπτομϋρειεσ, το πολύ καλό ςχϋδιο και η ςυνθετικό ικανότητα, ο
ςωςτόσ καταμεριςμόσ του χώρου, η δύχωσ αντιθϋςεισ ζεςτό χρόςη των χρωμϊτων και τϋλοσ η πλούςια διακοςμητικότητα
αςπύδων, πανοπλιών και χιτώνων αποτελούν τα βαςικϊ χαρακτηριςτικϊ γνωρύςματα τησ ζωγραφικόσ του Μανουόλ Πανςϋληνου.
13. Η ζωγραφικό του δεν υςτερεύ καθόλου τησ τϋχνησ των ςύγχρονών του μεγϊλων ζωγρϊφων τησ δυτικο-ευρωπαώκόσ
ζωγραφικόσ, όπωσ του Τςιμαμπούε και του μαθητό του Τζιότο ντι Μποντόνε που θεωρούνται θεμελιωτϋσ τησ
δυτικόσ ζωγραφικόσ. Στο ύδιο χρονικό διϊςτημα, από το 1290-1300, που ο Τζιότο δούλευε ςτην Αςύζη και ςτην
Φλωρεντύα, ο Πανςϋληνοσ ζωγρϊφιζε το εςωτερικό του Πρωτϊτου.
14. Στην περύπτωςη του Τζιότο, η ρόξη με τη Βυζαντινό τϋχνη όταν ϋνασ αναπόφευκτοσ μονόδρομοσ. Αποτελούςε την
προςπϊθεια να θεμελιωθεύ μια ανεξϊρτητη ιταλικό ζωγραφικό.
Η τεχνικό του Τζιότο ςτόριζε την αναγκαιότητα να εκφραςτεύ πλϋον η Παπικό Εκκληςύα με διαφορετικό καλλιτεχνικό
τρόπο από εκεύνον τησ ανατολικόσ-Ορθόδοξησ Εκκληςύασ. Την διαφοροπούηςη αυτό πρϋπει να την κατανοόςουμε μϋςα από
το πρύςμα τησ δογματικόσ διαφοροπούηςησ που εύχε οριςτικοποιηθεύ με το Σχύςμα.
15. Σ` όλεσ ςχεδόν τισ προςωπογραφύεσ του
αποδύδεται η ςωςτό εκφραςτικό ςημαςύα
με τη χρηςιμοπούηςη των ιδιαύτερων
χρωματιςμών και των φωτεινών τόνων.
Οι τοιχογραφύεσ του Μανουόλ Πανςϋληνου
ξεχωρύζουν:
•
από τα φωτεινϊ τουσ χρώματα,
• την ευρύτητα του ςχεδύου,
• την
ολοκληρωμϋνη
μορφών,
απόδοςη
των
• την αναδυόμενη πνευματικότητα
• τη
μεγαλοπρϋπεια
ςυνθϋςεων.
των
ζωγραφικών
16. Μϋςα ςτο ϋργο του Πανςϋληνου ςυντελεύται μια ανανϋωςη η οπούα δεν αμφιςβητεύ την βυζαντινό παρϊδοςη και τουσ
κανόνεσ τησ, ούτε την εκκοςμικεύει. Αντύθετα την προϊγει ςε ϋνα επύπεδο μεγαλύτερησ ϋκφραςησ.
Η τϋχνη του προβϊλλει την ατομικότητα τησ κϊθε μορφόσ με τρόπο ρεαλιςτικό και οι χαρακτόρεσ των προςώπων του εύναι
μοναδικού και χωρύσ εξιδανύκευςη.
Η ατομικό οντότητα αποτελεύ ξεχωριςτό και ταυτόχρονα αναπόςπαςτο μϋροσ ενόσ τϋλειου οργανικού ςυνόλου.
Η ελεύθερη, ϋξω από επαναλαμβανόμενουσ ςυμβατικούσ τύπουσ, απόδοςη χαρακτόρων και μορφών, δημιουργεύ μια
ποικιλύα.
17. Η ποικιλύα του Πανςϋληνου βρύςκεται ςε αντύθεςη με τισ επαναλαμβανόμενεσ, ςχεδόν πανομοιότυπεσ μορφϋσ
μεταγενϋςτερων καλλιτεχνών ιδύωσ τησ Κρητικόσ Σχολόσ. Η ελευθερύα ςτην ϋκφραςη των μορφών κατατϊςςει τον
Πανςϋληνο περιςςότερο ςτουσ ζωγρϊφουσ θρηςκευτικών παραςτϊςεων, παρϊ ςτον κύκλο των ςυμβατικών
αγιογρϊφων. Εδώ ανευρύςκονται κοινϊ ςημεύα ανϊμεςα ςτον Πανςϋληνο και ςτουσ ςύγχρονούσ του Ιταλούσ, παρϊ
τη διαφορετικότητα ωσ προσ τουσ ςκοπούσ που επιδιώκουν. Ο Πανςϋληνοσ επαναφϋρει τα χαρακτηριςτικϊ τησ
αρχαιοελληνικόσ και ελληνιςτικόσ τϋχνησ και τα «παντρεύει» με τα ανατολικϊ ςτοιχεύα.
18. Όλο το ϋργο του Πανςϋληνου, αλλϊ και όλων των ϊλλων βυζαντινών καλλιτεχνών, προβϊλλει :
την διαχρονικό παρουςύα και την ςυνεχό μετεξϋλιξη τησ ελληνικόσ τϋχνησ.
Την δυναμικό και την ελληνικότητα τησ βυζαντινόσ τϋχνησ.
19. Αντύθεςη ςτο ρεαλιςμό τησ Μακεδονικόσ
Σχολόσ παρουςιϊζει η λεγόμενη "Κρητικό
Σχολό",που αναπτύχθηκε κυρύωσ ςτην
Κρότη, ςτο Άγιον Όροσ και τα Μετϋωρα.
Μη ςτερούμενη ζωτικότητασ παρϋμεινε
περιςςότερο
πιςτό
ςτο
βυζαντινό
ιδεαλιςμό. H τεχνοτροπύα αυτό βρόκε την
τελεύωςό τησ ςτα ϋργα του περύφημου
τοιχογρϊφου Θεοφϊνουσ
και του
ζωγρϊφου φορητών εικόνων Μιχαόλ
Δαμαςκηνού. Χαρακτηριςτικό μϊλιςτα
εύναι το γεγονόσ ότι οι μεγαλύτερεσ
καλλιτεχνικϋσ μεταρρυθμύςεισ και οι
ςπουδαιότερεσ φϊςεισ των εξελύξεων ςτη
ζωγραφικό
ϋγιναν
ςτην
Κωνςταντινούπολη. Και αυτό όταν
επόμενο. Εκεύ όταν η ϋδρα του
Αυτοκρϊτορα και του Οικουμενικού
Πατριϊρχη.
Εκεύ υπόρχαν οι μεγϊλεσ μονϋσ, ςτα
καλλιτεχνικϊ εργαςτόρια των οπούων και
μϊλιςτα του Στουδύου οι καλλιτϋχνεσ
αποκτούςαν θεολογικό μόρφωςη. Κατϊ
ςυνϋπεια κϊθε εξωτερικό "αλλαγό" ϋφερε
τη ςφραγύδα του κϋντρου του κρϊτουσ, τησ
Κωνςταντινούπολησ.
Aπό τον 16ο αιώνα και εξόσ η αγιογραφύα
ολοκληρώθηκε και παρϋμεινε ϋκτοτε
ςτουσ παραδεδεγμϋνουσ τύπουσ. Από τότε
τα δύο παραπϊνω ρεύματα κυριαρχούν
πλϋον
ςτον
ορθόδοξο
χώρο.
20. Σύμφωνα με τισ ϋρευνεσ του Μανόλη Χατζηδϊκη,
ο ζωγρϊφοσ Θεοφϊνησ Στρελύτζασ, ο λεγόμενοσ
Μπαθϊσ, κατϊγεται από την οικογϋνεια ζωγρϊφων
Στρελύτζα – Μπαθϊ, που κατϋφυγαν από την
τουρκοκρατούμενη Πελοπόννηςο ςτην Κρότη.
Ο Θεοφϊνησ γεννόθηκε, πιθανότατα, ςτα τϋλη
του 15ου αιώνα ςτο Ηρϊκλειο Κρότησ, όπου
ακολούθηςε
το
οικογενειακό
επϊγγελμα.
Παντρεύεται και αποκτϊ δύο παιδιϊ, τον Συμεών
και το Νεόφυτο, οι οπούοι, όταν ενηλικιώνονται,
ακολουθούν το επϊγγελμα του πατϋρα τουσ.
Όταν ςτα 1527 εμφανύζεται ςτα Μετϋωρα εύναι
όδη μοναχόσ.
Η πρώτη μνεύα του ζωγρϊφου Θεοφϊνη βρύςκεται
ςτην επιγραφό του Αγύου Νικολϊου του
Αναπαυςϊ, όπου αναφϋρεται ωσ μοναχόσ
καταγόμενοσ
από
την
Κρότη.
Για την καλλιτεχνικό δραςτηριότητα του
Θεοφϊνη πριν από το 1527 και ςτο διϊςτημα από
το 1527 ϋωσ το 1535 δε διαθϋτουμε καμύα
πληροφορύα.
Εύναι μϊλιςτα αξιoπερύεργο ότι μϋχρι ςτιγμόσ δεν
ϋχει εντοπιςτεύ κανϋνα ϋργο του Θεοφϊνη ςτην
Κρότη,
ενυπόγραφο
ό
μό.
21. Το 1535 τον ςυναντϊμε ςτη Μονό Μεγύςτησ Λαύρασ ςτο
Άγιον Όροσ, όπου προςεκλόθη να διακοςμόςει με
τοιχογραφύεσ το καθολικό τησ μονόσ, μύα τρύκογχη
βυζαντινό εκκληςύα μεγϊλων διαςτϊςεων, ϋργο του
ιδρυτό τησ Λαύρασ, αγύου Αθαναςύου του Αθωνύτη.
Στην κτητορικό επιγραφό τησ μονόσ αναφϋρεται ο
ζωγρϊφοσ με τρόπο ςυνοπτικό: δια χειρόσ κυρού
Θεοφϊνη μοναχού.
Η λιτό αυτό διατύπωςη και το προςηγορικό
κυρού, όπωσ και η πρόςκληςη από το μεγαλύτερο
μοναςτόρι του Αγύου Όρουσ, δεύχνει ότι ο Θεοφϊνησ
όταν πλϋον φημιςμϋνοσ και καθιερωμϋνοσ ωσ
καλλιτϋχνησ.
Δεν εύναι μϊλιςτα χωρύσ ςημαςύα ότι ςε αναφορϋσ ςε
κώδικα τησ Λαύρασ μνημονεύεται ωσ ο
διδϊςκαλοσ, ενώ, μερικϊ χρόνια μετϊ το θϊνατό του
(1559), ςτην κτητορικό επιγραφό του ναού τησ
Κοιμόςεωσ
τησ
Θεοτόκου
(1573)
ςτην
Καλαμπϊκα, αναφϋρεται ωσ ϊριςτοσ αγιογρϊφοσ.
22. Στον ύδιο καλλιτϋχνη αποδύδονται, χωρύσ όμωσ να ϋχει γύνει
καθολικϊ αποδεκτό και οι τοιχογραφύεσ τησ Τρϊπεζασ
τησ Λαύρασ.
Η διακόςμηςη με τοιχογραφύεσ τησ Τρϊπεζασ τησ
Λαύρασ, ςύμφωνα με την ϊποψη του Μανόλη
Χατζηδϊκη, ϊρχιςε μετϊ το 1535 και τελεύωςε μετϊ το
1541.
Από ςημειώματα ςτον κώδικα των αδελφοτότων τησ Μονόσ
Μεγύςτησ Λαύρασ ςυνϊγεται ότι το 1536 γύνεται αδελφόσ
τησ Μονόσ, όπου ο κυρ Θεοφϊνησ ο ζωγρϊφοσ αποκτϊ
ϋνα κϊθιςμα ςτη Λαύρα, για να το ϋχει επύ ζωόσ αυτόσ
και τα παιδιϊ του.
Για
λόγουσ
που
αγνοούμε,
ύςωσ
επαγγελματικούσ, εγκαθύςταται το 1543 ςτισ Καρυϋσ.
Το 1545-1546 ο Θεοφϊνησ μαζύ με το γιο του Συμεών
αναλαμβϊνουν να διακοςμόςουν το καθολικό, την
Τρϊπεζα, και το παρεκκλόςιο του Αγύου Ιωϊννου του
Προδρόμου τησ Μονόσ Σταυρονικότα.
Κατϊ τη διϊρκεια τησ παραμονόσ του ςτο Άγιον Όροσ, ο
Θεοφϊνησ αναλαμβϊνει και τη διακόςμηςη ενόσ
παρεκκληςιού τησ Μονόσ Παντοκρϊτοροσ.
Από τη διακόςμηςη του παρεκκληςύου αυτού ςώζονται
ςόμερα οριςμϋνα ςπαρϊγματα τοιχογραφιών, που
απόκεινται ςτη Μονό και ςτο Μουςεύο Hermitage τησ
Πετρούπολησ.
23. Παρϊλληλα με τη δραςτηριότητα ςτη διακόςμηςη καθολικών και παρεκκληςύων ςτα Μετϋωρα και ςτο Άγιον Όροσ, ο
Θεοφϊνησ ζωγραφύζει από το 1527 ϋωσ το 1546 μύα ςειρϊ φορητών εικόνων, ςτο ναό τησ Κοιμόςεωσ τησ Θεοτόκου
ςτην Καλαμπϊκα (1527), ςτη Μονό Μεγύςτησ Λαύρασ (1535 – 1541), ςτη Μονό Ιβόρων, ςτη Μονό
Παντοκρϊτοροσ, ςτη Μονό Σταυρονικότα και ςτη Μονό Γρηγορύου.
Ο Θεοφϊνησ θα παραμεύνει ςτο Άγιον Όροσ ωσ αδελφόσ τησ Μονόσ Λαύρασ, ωσ το 1558. Στισ αρχϋσ του 1559 μεταβαύνει
ςτο Ηρϊκλειο, όπου την ημϋρα που ςυντϊςςει τη διαθόκη του πεθαύνει (24 Φεβρουαρύου 1559).
24. Άλλοι καλλιτϋχνεσ τησ Κρητικόσ ςχολόσ εύναι: Ο
Τζώρτζησ που εικονογρϊφηςε το καθολικό τησ
μονόσ Διονυςύου και το καθολικό τησ μονόσ
Δοχειαρύου. Ο Τζώρτζησ μιμόθηκε τον
Θεοφϊνη, ωςτόςο οι μορφϋσ του ϋχουν
μεγαλύτερη ςχηματικότητα και περιςςότερο
πϊθοσ.
Από ϊλλουσ καλλιτϋχνεσ τησ Κρητικόσ ςχολόσ
εικονογραφόθηκαν τον 16ο αι. τα καθολικϊ των
μονών Κουτλουμουςύου και Ιβόρων, οι Τρϊπεζεσ
των μονών Φιλοθϋου και Μεγύςτησ Λαύρασ και η
Μολυβοκκληςιϊ ςτισ Καρυϋσ.
Ο Αντώνιοσ εικονογρϊφηςε το παλαιό καθολικό τησ
μονόσ Ξενοφώντοσ, το κελύ του Αγύου
Προκοπύου, το παρεκκλόςι του Αγύου Γεωργύου
ςτη μονό Αγύου Παύλου. Ο Αντώνιοσ καταγόταν
από την ηπειρωτικό Ελλϊδα, όμωσ ακολουθούςε
πιςτϊ τουσ κανόνεσ τησ Κρητικόσ ςχολόσ.
Τισ τοιχογραφύεσ του νϊρθηκα του παλαιού
καθολικού τησ μονόσ Ξενοφώντοσ φιλοτϋχνηςε
ο Θεοφϊνησ, ϋνασ ςυνώνυμοσ ζωγρϊφοσ του
Θεοφϊνη Στρελύτζα.
25. Η Κρητικό τεχνοτροπύα
αιώνα..
ακμϊζει τον 16ο
Χαρακτηριςτικϊ:
οι ςκοτεινότεροι προπλαςμού, κυρύωσ ςτα
πρόςωπα. Αντύ του πρϊςινου χρώματοσ
τησ μακεδονικόσ ςχολόσ, χρηςιμοποιεύται
το καφϋ.
Η τϋχνη εύναι απλό, λιτό, με μυςτικό
αςκητικό χαρακτόρα.
Το φωσ εύναι πλϋον λιγοςτό και μοιϊζει να
πηγϊζει από κϊποιο βϊθοσ, ςτοιχεύο που
υποβϊλλει ςτον θεατό βαθιϊ κατϊνυξη.
Προτύμηςε τη ςυντηρητικότητα και τισ
ςυγκρατημϋνεσ κινόςεισ, την ηρεμύα
και την ϋκφραςη τησ εςωτερικόσ
ςυγκύνηςησ.
Η
πιςτό
απόδοςη
των
εξωτερικών
χαρακτηριςτικών και η απεικόνιςη τησ
ψυχοςύνθεςησ δύνει τη θϋςη τησ ςε μια πιο
αυςτηρό εικονογραφύα.
Οι μορφϋσ εύναι ψηλόλιγνεσ, λιπόςαρκεσ και
εκπϋμπουν αςκητικό ευγϋνεια.
26. Κύριοσ
εκπρόςωποσ
αυτόσ
τησ
τεχνοτροπύασ εύναι ο Θεοφϊνησ ο
Κρησ
Οι
τοιχογραφύεσ
του
Θεοφϊνη
διακρύνονται:
Από τϋλεια οργϊνωςη τησ ςύνθεςησ
Από το τϋλειο ςτόςιμο των μορφών
Πολλϋσ πτυχώςεισ των ενδυμϊτων
Από φυςικότητα,
Από ευγενικϊ πρόςωπα
Από φωτεινϊ χρώματα.
27. Η κρητικό τϋχνη ςτηρύζεται ςτην Παλαιολόγια
τϋχνη του 14ου αιώνα, αλλϊ ςε αυτό προςθϋτει
την οργϊνωςη των ςυνθϋςεων και αφαιρεύ το
λυρικό ςτοιχεύο. Αναπτύςςονται ςυνθϋςεισ
ιςορροπημϋνεσ, ρυθμικϊ οργανωμϋνεσ, λιγόλογεσ
και αυςτηρϋσ.
Στα πρότυπα του κλαςικιςμού βρύςκονται :
Οι όρθιεσ μορφϋσ ςε ςκούρο ουδϋτερο κϊμπο. Η
ςκληρό και μϊλλον πλούςια χρωματικϊ πτυχολογύα.
Οι κορμοςταςιϋσ, οι ςτϊςεισ και οι χειρονομύεσ που
εμπνϋουν αρχοντικό ευγϋνεια.
Ιταλικϋσ επιδρϊςεισ υποδηλώνουν:
Το πλϊςιμο των μορφών που εύναι διαφορετικό για
πρόςωπα διαφόρων ηλικιών και οι ςυχνϋσ πλϊγιεσ
ματιϋσ
προσ
τον
θεατό.
Επιδρϊςεισ
αναγεννηςιακϋσ, φαύνονται και ςτισ δευτερεύουςεσ
ςυνθϋςεισ.
Ο φωτιςμόσ εύναι εςωτερικόσ και απόκοςμοσ, χωρύσ
ςυγκεκριμϋνη φωτιςτικό πηγό. Η διατύπωςη του
χώρου εύναι ςυμβατικό, χωρύσ προφανό λϊθη αλλϊ
και χωρύσ ιδιαύτερη φροντύδα για την απόδοςη του
βϊθουσ.
Οι όρεμεσ ςκηνϋσ με τισ ϊψογεσ δογματικϊ και
καθιερωμϋνεσ ςχϋςεισ προςώπων, κτιρύων και τοπύων
εκφρϊζουν απαραςϊλευτη αλόθεια, κϊτι που
προςδύδει ςτην τϋχνη αυτό χαρακτόρα κλαςςικό.
Στην Κρητικό ςχολό εύναι ςαφόσ και ςυνεχόσ η
προςπϊθεια ϋνταξησ και προςαρμογόσ των
καινούργιων αυτών ςτοιχεύων ςτισ αιςθητικϋσ αρχϋσ
τησ ορθόδοξησ παρϊδοςησ.
28. Εκτόσ από την Κρητικό ςχολό, ιδιαύτερα αγαπητό εύναι
κατϊ τον 16ο αιώνα και η τϋχνη του Φρϊγκου
Κατελλϊνου, ο οπούοσ κατϊγεται από τη Θόβα.
Την τϋχνη του χαρακτηρύζουν :
οι πολυπρόςωπεσ ςυνθϋςεισ
το πλόθοσ των αρχιτεκτονημϊτων ςτο βϊθοσ τησ
ςύνθεςησ.
η ϋντονη κινητικότητα των μορφών
τα φωτεινϊ χρώματα
η αφηγηματικότητα.
Ο Κατελλϊνοσ εικονογρϊφηςε ςτο Άγιο Όροσ το 1560 το
παρεκκλόςι του Αγύου Νικολϊου ςτο καθολικό τησ
μονόσ Μεγύςτησ Λαύρασ, ενώ ϋργα του υπϊρχουν ςε
πολλϋσ μονϋσ τησ υπόλοιπησ Ελλϊδασ.
Τον 17ο αι. ςυνεχύζεται η κυριαρχύα τησ Κρητικόσ
τϋχνησ, η οπούα όμωσ ςυνδυϊζεται με ςτοιχεύα τησ
λαώκόσ παρϊδοςησ, που προϋρχονται κυρύωσ από τη
δυτικό Ελλϊδα.
29.
30. Η Κρητικό Σχολό, κυριϊρχηςε ςτα μεγϊλα κϋντρα τησ Ορθοδοξύασ, αφού, όπωσ παραπϊνω ςημειώςαμε, διαμορφώθηκε
ςτην Κρότη ςτα τϋλη του 15ου και τισ αρχϋσ τού 16ου αιώνα.
Ιδεαλιςτικό και περιςςότερο ςυντηρητικό από τη Μακεδονικό Σχολό, αγαπόθηκε από τούσ ςυντηρητικούσ και ιδιαύτερα
από τουσ μοναχούσ, με αποτϋλεςμα να δημιουργηθούν θαυμϊςια ϋργα τϋχνησ ςτην Κωνςταντινούπολη, το Άγιο Όροσ, τα
Μετϋωρα, τη Σερβύα, τη Βουλγαρύα κ.ϊ.
Η παρϊδοςη ςυνεχύζεται από πολλούσ αγιογρϊφουσ, που ςτα μεταβυζαντινϊ χρόνια ϋγιναν δημιουργού ςπουδαύων ϋργων με
κύριο χαρακτηριςτικό την ιςχυρό πνευματικό δύναμη, την αληθινό καλλιτεχνικό ϋμπνευςη και το μυςτικό βϊθοσ.
31. Εύτε όμωσ υπό τη ςυμβολικό μορφό ερευνόςουμε την Ορθόδοξη ζωγραφικό εύτε υπό την
ιςτορικό, εύτε υπό τη δογματικό θεολογικό εύτε από την αφηγηματικό, εύτε υπό οιαδόποτε
τεχνοτροπύα και τεχνικό τησ, πϊντοτε θα διαπιςτώςουμε ότι αποςκοπούςε και αποςκοπεύ
ςτην "παροχό" των ορθοδόξων αληθειών. Εφόςον ςκοπόσ τησ εύναι η παρϊςταςη τησ
κατηγορύασ του αγύου, που εύναι αναλλούωτη και αμετϊτρεπτη, επόμενο εύναι ο χαρακτόρασ
τησ να παραμϋνει ανϋκαθεν ο ύδιοσ ςτα βαςικϊ του χαρακτηριςτικϊ. Πολλϋσ φορϋσ ϊλλαζε
"ενδύματα και μορφολογύα", όμωσ η ουςύα τησ, ςυνιςταμϋνη ςτην ϋκφραςη του ουρανύου και
αιώνιου πνευματικού κόςμου, παρϋμεινε πϊντοτε η ύδια. Την ουςύα ακριβώσ αυτό και τον
υψηλό χαρακτόρα τησ τονύζει ο αντιρεαλιςτικόσ τρόποσ ϋκφραςόσ τησ. Παρατηρούμε δηλ.
ότι αγνοεύ το φυςικό χώρο και τον πραγματικό χρόνο. Κινεύται ςε ιδεατό μεταφυςικό χώρο
και ςε λειτουργικό χρόνο. Τα όρη και οι λόφοι ςχηματοποιούνται, τα φυτϊ και τα ζώα
εικονύζονται γεωμετρικϊ. Τα ςχϋδια και η εκτϋλεςη καθώσ και το χρυςό βϊθοσ φανερώνουν
την προςπϊθεια του αγιογρϊφου να απομακρύνει την παρϊςταςό του από τον επύγειο κόςμο.