Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
Net: Ο κυβερνοχώρος ως ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας. Δρ. Μπεττίνα Ντάβου, Ανθή Σιδηροπούλου
1. Ο κυβερνοχώρος ως ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας:
Ποιοτική διερεύνηση της ψυχολογικής πτυχής της σχέσης των εφήβων
με το διαδίκτυο
Σιδηροπούλου Ανθή – Μπετίνα Ντάβου
Η δική μας ερευνητική προσπάθεια, αρχικά, επικεντρωνόταν
στην προβληματική εμπλοκή των εφήβων με το διαδίκτυο, μέσα στο
γενικότερο πλαίσιο της ψυχοπαθολογικής προσέγγισης του εθισμού,
η οποία φαίνεται να κυριαρχεί αρκετά και στα ΜΜΕ. Μας ενδιέφερε
να δούμε ποιοι είναι εκείνοι οι έφηβοι που ανήκουν στις ομάδες
υψηλού κινδύνου και αν αυτή η εικόνα που παρουσιάζεται από τα
ΜΜΕ, δηλαδή της νέας μάστιγας που στοχεύει στα παιδιά μας,
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μέσα όμως από την
πιλοτική έρευνα που διεξήγαμε και από την βιβλιογραφία που, όπως
και η τεχνολογία που περιγράφει, εξελίσσεται με ραγδαίους
ρυθμούς, νέες προοπτικές αναδύθηκαν. Προοπτικές που δίνουν μια
διαφορετική διάσταση στην εμπλοκή των ατόμων, και πιο
συγκεκριμένα των εφήβων οι οποίοι είναι το επίκεντρο της δικής
μας έρευνας, με την τεχνολογία και πιο συγκεκριμένα με τον
κυβερνοχώρο.
Όπως ήδη έχω πει, πραγματοποιήσαμε μια πιλοτική ποιοτική
διερεύνηση της ψυχολογικής πτυχής της σχέσης των εφήβων με το
διαδίκτυο. Στόχος μας ήταν, να παρατηρήσουμε, μέσα από τον
λόγο τον ίδιων των εφήβων, τι ανάγκες καλύπτει η χρήση του
κυβερνοχώρου, ποιες ικανοποιήσεις προσφέρει στον έφηβο, αλλά
και να ανιχνεύσουμε εκείνες τις ενδείξεις που μπορεί να
υποδήλωναν μια προβληματική σχέση με το διαδίκτυο.
Εν συντομία, αυτό που προέκυψε από τις συνεντεύξεις με τους
εφήβους, ήταν ότι οι έφηβοι βιώνουν μια πολύ πιεστική
καθημερινότητα, η οποία ως επί το πλείστον αναλώνεται σε
σχολικές υποχρεώσεις και ότι έχουν ελάχιστο χρόνο για
δραστηριότητες με γονείς, αδέρφια ή φίλους. Επίσης, αναδείχθηκε
2. και η έμφυτη ανάγκη του εφήβου να απομονώνεται και να επιλέγει ο
ίδιος πότε θα σχετιστεί με το περιβάλλον του, το οποίο εξηγείται
αναπτυξιακά από την αναζήτηση της εξατομίκευσης και δόμησης
της προσωπικής του ταυτότητας. Και σε αυτή την έμφυτη ανάγκη ο
έφηβος ευνοείται από την «κουλτούρα του υπνοδωματίου», δηλαδή
από το γεγονός ότι τα δωμάτια των εφήβων είναι πλήρως
εξοπλισμένα με κάθε είδους τεχνολογική συσκευή, η οποία επιτρέπει
στον έφηβο να διασκεδάζει, να πληροφορείται και να επικοινωνεί
μέσα από το υπνοδωμάτιο του και παράλληλα οι γονείς να νιώθουν
ότι το παιδί τους είναι ασφαλές μέσα στο σπίτι.
Η απομόνωση στο υπνοδωμάτιο, κατά την περίοδο της
εφηβείας, μπορεί να θεωρηθεί ένα σημάδι υγιούς ψυχοκοινωνικής
ανάπτυξης. Η ικανότητα του να μπορεί κάποιος να μείνει
πραγματικά μόνος, δηλαδή μακριά από τους υπεύθυνους ενηλίκους
του οικογενειακού περιβάλλοντος του, και να νιώθει ασφαλής,
σχετίζεται με την ανοχή στην αμφιθυμία, τόσο για τον εαυτό του
όσο και για τον κόσμο. Οι έφηβοι απομακρύνονται από τους γονείς
και ξεκινούν ένα ταξίδι εξερεύνησης του εαυτού τους και του
κόσμου. Έχοντας μια ικανοποιητική εσωτερικευμένη (ενδοβλημένη)
εικόνα ενός αξιόπιστου σημαντικού προσώπου και συνεπώς έναν
ασφαλή δεσμό, ξεκινάει ένα ταξίδι προς την βίωση νέων εμπειριών,
η οποία στην σύγχρονη εποχή, περνάει και από τον κυβερνοχώρο.
Οι έφηβοι που συμμετείχαν στην έρευνα μας υποστηρίζουν ότι
με τον υπολογιστή «μπορείς να κάνεις τα πάντα» και αν και η
καθημερινότητα τους είναι ιδιαίτερα απαιτητική, θα βρουν τον
χρόνο για μια χαλαρή, ανθρώπινη επαφή μέσα από το διαδίκτυο.
Ωστόσο, οι ίδιοι μας μίλησαν, με λόγο που εξέφραζε βαθιές
ικανοποιήσεις, για τις κοινές δραστηριότητες με φίλους και
συμμαθητές, οι οποίες φαίνεται να συνυπάρχουν με την
δραστηριότητα τους στον κυβερνοχώρο. Και έδειξαν να ισορροπούν
πολύ καλά τον χρόνο τους ανάμεσα στο σχολείο, τους φίλους και
τον κυβερνοχώρο.
3. Οι τρεις περιπτώσεις παιδιών, που εμφάνισαν κάποιες
ενδείξεις βραχύχρονης προβληματικής σχέσης με το διαδίκτυο, που
έδειξαν, δηλαδή, να χάνουν αυτές τις ισορροπίες, ήταν παιδιά, τα
οποία, σε προηγούμενο μέρος της συζήτησης μας, εξέφρασαν
χαμηλή σχολική ικανοποίηση και είχαν χαμηλή σχολική επίδοση (όχι
μόνο κατά την εμπλοκή τους με το διαδίκτυο).
Σύμφωνα με τον Suler (1999), τα άτομα που πραγματικά
εθίζονται στο διαδίκτυο είναι μια μικρή μειοψηφία, αυτοί που είναι
ήδη ευάλωτοι, άτυχοι και χρειάζονται την βοήθεια των
επαγγελματιών υγείας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τους εφήβους,
είναι παρακινδυνευμένο να μιλήσουμε για εθισμό και εξαρτήσεις,
καθώς αυτές οι διαγνώσεις αφορούν κυρίως απαρτιωμένες
προσωπικότητες, όπως αυτές των ενηλίκων. Ενώ η εφηβεία
αποτελεί ένα στάδιο ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από έντονη
μεταβολή και πρωτόγνωρες διεγέρσεις.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η σημερινή γενιά των εφήβων,
γεννήθηκε μέσα στην τεχνολογία και κατάφερε να την αφομοιώσει
στην καθημερινότητα της, με έναν σχεδόν φυσικό τρόπο. Όπως
προκύπτει και από την δική μας ποιοτική έρευνα με εφήβους, αλλά
και από άλλες αντίστοιχες, οι έφηβοι συνεχίζουν να συνυπάρχουν σε
ομάδες συνομηλίκων τους και συνεχίζουν να προτιμούν και την
άμεση, εκτός δικτύου, επικοινωνία. Φαίνεται να έχουν επιτύχει μια
παράλληλη συνύπαρξη της άμεσης και της διαμεσολαβημένης
επικοινωνίας, η οποία μας επιβάλλει να την προσεγγίσουμε ως
τέτοια. Παράλληλα, μέσα από την παρατήρηση των σύγχρονων
εφήβων, καταρρίπτεται και η εντύπωση μιας μάστιγας της
ψυχοπαθολογίας του εθισμού στο διαδίκτυο, η οποία κυρίως
συντηρείται από τα ΜΜΕ αλλά και «επαγγελματίες ψυχικής υγείας
που προσδοκούν να έχουν θέση σε αυτήν», όπως εύστοχα παρατηρεί
ο Suler (1999). Σίγουρα, κάποιοι έφηβοι παγιδεύονται σε μια
προβληματική σχέση με το διαδίκτυο, αλλά είναι σημαντικό να
δούμε τα χαρακτηριστικά των εφήβων αυτών και τις ανάγκες που
οι ίδιοι θεωρούν ότι τους καλύπτει η ενασχόληση αυτή.
4. Ο κυβερνοχώρος αποτελεί πρωτίστως μια ψυχολογική έννοια
και όχι έναν τεχνικό όρο. Μέσω του κυβερνοχώρου, το άτομο
βρίσκει νέους, γεμάτους φαντασία τρόπους να αλληλεπιδράσει και
με τον εαυτό του και με τον κόσμο γύρω του. Ειδικά, για τους
εφήβους, οι οποίοι είναι το επίκεντρο της δικής μας έρευνας, η
χρήση του κυβερνοχώρου φαίνεται ότι τους παρέχει ανακούφιση
από την κοπιαστική και αδέξια διαχείριση του ραγδαία
μεταβαλλόμενου εφηβικού σώματος και των πρωτόγνωρων
διεγέρσεων του, αποφυγή από τις δυσκολίες πειραματισμού σε
πραγματικό χώρο και χρόνο, έναν πειραματισμό που αφορά τόσο
την δική τους ταυτότητα όσο και τις σχέσεις του με τους άλλους.
Σε ότι αφορά την εφηβεία, ίσως θα μπορούσαμε να
εντοπίσουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην προσκόλληση των
σύγχρονων εφήβων στην φαντασιακή διάσταση του κυβερνοχώρου
και την σημασία των φανταστικών φίλων για τα παιδιά μικρότερης
ηλικίας. Οι φανταστικοί φίλοι, πλάθονται από τα παιδιά, όταν τα
ίδια νιώθουν ευάλωτα και έχουν ανάγκη από «κάποιον» που
βρίσκεται εκεί γι’ αυτά. Όπως και με τα μεταβατικά αντικείμενα,
κάτι που δεν βρίσκεται στο πραγματικό περιβάλλον δημιουργείται
με την βοήθεια της φαντασίας.
Η εφηβεία, αποτελεί μια περίοδο στην ψυχοκοινωνική
ανάπτυξη του ατόμου, η οποία χαρακτηρίζεται από ραγδαίες
μεταβολές και διεγέρσεις που προκαλούν στον έφηβο μια
γενικευμένη ανασφάλεια τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τον
κόσμο γύρω του. Ίσως, ο σύγχρονος έφηβος, μέσα από τα άβαταρ,
τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το παιχνίδι ταυτοτήτων στο
κυβερνοχώρο, να προσπαθεί να βρει διέξοδο στην εναγώνια
προσπάθεια του να διαχειριστεί μια εσωτερική εικόνα που μέσω της
κατάρρευσης των μέχρι τότε προτύπων και σταθερών, τώρα
επαναδομείται, αλλά και μια εξωτερική πραγματικότητα με
αυξημένες προσδοκίες και απαιτήσεις. Ο όρος της αυτοεικόνας και
της αυτοεκτίμησης και η σχέση της με την χρήση του
κυβερνοχώρου, έχει μελετηθεί αρκετά και έχει παρατηρηθεί ότι τα
5. άτομα εκείνα που δεν έχουν ξεκάθαρη αυτοεικόνα (Aydin & Sari,
2011) ή υψηλή αυτοεκτίμηση (Caplan, 2003) είναι πιο επιρρεπή
στην υπερβολική χρήση του διαδικτύου και τείνουν να το επιλέγουν
πιο εύκολα ως μέσο επικοινωνίας.
Συχνά, η περιήγηση στον κυβερνοχώρο, περιγράφεται από
τους μελετητές της ως μια «συναινετική παραίσθηση», η οποία
λειτουργεί κατευναστικά για το άτομο, το οποίο προσπαθεί να
αποδράσει από την πιεστική εξωτερική πραγματικότητα, αλλά και
από τις προσωπικές του ματαιώσεις και εσωτερικές διεργασίες.
Παράλληλα, στα πλαίσια του κυβερνοχώρου, αίρονται οι συμβατικοί
κανόνες του χώρου και χρόνου, αλλά και της λογικής, και τα άτομα
επικεντρώνονται κυρίως στα υποκειμενικά νοήματα. Σύμφωνα με
τον Suler (1999), κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ο
κυβερνοχώρος μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ένας κόσμος ονείρων.
Όπως τα όνειρα, τα οποία εντάσσονται στις πρωτογενείς
διεργασίες σκέψης και βίωσης, σχετίζονται με βαθύτερες μας
ανάγκες, έτσι και τα «εικονικά» μας όνειρα, ανταποκρίνονται σε
αυτές τις ανάγκες. Και όπως ο κόσμος των ονείρων κινείται στα
όρια της συνειδητής και της μη συνειδητής πραγματικότητας, έτσι
και ο κυβερνοχώρος, δεν είναι μια τεχνητή παραίσθηση,
αποσυνδεδεμένη από την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά ίσως
μια εναλλακτική θεώρηση της υποκειμενικής πραγματικότητας.
Ο κυβερνοχώρος έτσι, φαίνεται να λειτουργεί ως μια
μεταβατική περιοχή εμπειρίας, μεταξύ της εσωτερικής και της
εξωτερικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Winnicott (1971), η
ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας δεν αμφισβητείται, γιατί το άτομο δεν
απαιτεί τίποτα από αυτήν, εκτός από την ικανοποίηση και την
ηρεμία που του προσφέρει στην εναγώνια προσπάθειά του να
διαχειριστεί τα άγχη, τις ματαιώσεις και τις προκλήσεις της
καθημερινότητας. Το άτομο, αλλά ειδικότερα ο έφηβος, στρέφεται
στον κυβερνοχώρο για να βιώσει ένα ταξίδι ανακούφισης και
ικανοποίησης. Οι έφηβοι της έρευνας μας, ακόμα και στα πλαίσια
6. μιας κοπιαστικής καθημερινότητας βρίσκουν τον χρόνο να
χαλαρώσουν και να «ξεχαστούν» στον υπολογιστή τους.
Η δυνατότητα του κυβερνοχώρου να λειτουργεί ως ένας
μεταβατικός χώρος, εδράζεται στην έννοια της παραίσθησης
(αυταπάτης), η οποία για τον Winnicott, είναι απαραίτητη για την
εκκίνηση της εμπειρίας. Αυτή η συναινετική παραίσθηση που
βιώνουν εκατομμύρια ταξιδιώτες του κυβερνοχώρου, είναι
αντίστοιχη, σύμφωνα με τον Suler, με εκείνη που ο Winnicott θεωρεί
ότι βιώνεται στη μεταβατική περιοχή εμπειρίας και η οποία
προσφέρεται από την τέχνη, τη θρησκεία, αλλά και τις ουσίες. Και
είναι εδώ ίσως που γίνεται καμιά φορά η παρέκκλιση από την υγιή
διάσταση των μεταβατικών φαινομένων, σε μια προβληματική
σχέση με αυτά. Το άτομο, ακόμα και στην ενήλικη ζωή του, μπορεί
να απολαμβάνει αυτά τα μεταβατικά φαινόμενα και να στρέφεται
στην προσωπική του ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας, σε στιγμές
πραγματικής αποστέρησης και ματαίωσης. Όταν όμως η επαφή με
την εκτός δικτύου ζωή συρρικνώνεται όλο και περισσότερο προς
χάριν της ζωής στον κυβερνοχώρο ή όταν το άτομο προβάλλει έναν
–κατά Winnicott- ψευδή εαυτό ως αληθινό και αναγκάζει τους
άλλους να τον δεχτούν ως τέτοιο, τότε αυτά, ίσως αποτελούν
σημάδια σοβαρής δυσλειτουργίας, γιατί το άτομο φαίνεται να
απαιτεί από τους άλλους να δεχτούν την αντικειμενικότητα των
δικών του υποκειμενικών φαινομένων.
Από τη θέση του Winnicott για την εκδραμάτιση (acting out)*
στην εφηβεία και την εφηβική παραπτωματικότητα μπορούμε να
δανειστούμε και ένα πλαίσιο κατανόησης, φαινομένων όπως ο
ηλεκτρονικός εκφοβισμός (cyber bullying) ή υπερβολική
ενασχόληση με επιθετικά ηλεκτρονικά παιχνίδια. Συμπεριφορών,
δηλαδή, που αποτελούν συνέπεια της τοξικής άρσης των
αναστολών στο διαδίκτυο, όπως την περιγράφει ο Suler. Θα
μπορούσαν, αυτές οι συμπεριφορές, να γίνουν κατανοητές ως
προσπάθειες του εφήβου να βρει εκείνη την περιβαλλοντική
σταθερότητα που θα άντεχε την παρορμητική του συμπεριφορά
7. χωρίς να καταστραφεί. Στρέφεται, λοιπόν, στον κυβερνοχώρο, όπου
ο πειραματισμός και η έκφραση της καταστροφικότητας μπορούν
να είναι ως επί το πλείστον, ανώδυνες και χωρίς σημαντικές
συνέπειες στο ίδιο ή στο περιβάλλον του. Μέσα από ηλεκτρονικά
παιχνίδια και επιθετικές online συμπεριφορές, αναζητά ένα τρόπο
να διοχετεύσει τα αρνητικά του συναισθήματα και σε κάποιο βαθμό
τα κατευνάσει.
Τόσο η έννοια της ενδιάμεσης περιοχής εμπειρίας, όσο και η
έννοια του εθισμού θεμελιώνονται στην αυταπάτη της ανακούφισης
και της αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων και συναισθημάτων.
Τα «εθισμένα» άτομα «φροντίζουν» τον εαυτό τους, μέσω της
αποφυγής και σιγά σιγά αντικαθιστούν όλο και περισσότερο τις
σχέσεις τους στον εκτός δικτύου χωροχρόνο, με αυτές που
αναπτύσσουν στον κυβερνοχώρο. Σύμφωνα με τον Young (1994),
όσο περισσότερο στερούμαστε βαθιές ικανοποιήσεις σε μια
αποξενωμένη κοινωνία, τόσο αναζητούμε μεταβατικά αντικείμενα
και φαινόμενα για να ανακουφίσουμε τους εαυτούς μας. Από την
ποιοτική έρευνα που διεξήγαμε αυτό που προέκυψε ότι λείπει από
τον λόγο των εφήβων είναι: α) ποιοτικός χρόνος με γονείς, ο
οποίος δεν θα αναλώνεται σε οικογενειακές υποχρεώσεις, β) και ο
πραγματικός ελεύθερος χρόνος που να επιτρέπει την ονειροπόληση,
την περισυλλογή και την χαλαρή παιγνιώδη δραστηριότητα, δηλαδή
τις διεργασίες εκείνες που οξύνουν την αποκεντρωμένη σκέψη, την
δημιουργικότητα, την φαντασία και την αυτογνωσία. Το δεύτερο
ειδικά, μοιάζει να συνδέεται στενά με την έννοια της μεταβατικής
εμπειρίας στον κυβερνοχώρο και της ανακούφισης που προσφέρει.
H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό
Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) –
Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ . Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης
μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.