5. 1. η γη των προγόνων, ο τόπος
στον οποίο γεννήθηκε ή από τον
οποίο κατάγεται κάποιος: ~ του είναι
η Ελλάδα. Άφησε την ~ του και
μετανάστευσε στην Aμερική. 2α.
(στενότερα) η περιοχή, η πόλη ή το
χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος· η
ιδιαίτερη πατρίδα: ~ του είναι η
Δράμα. β. (ευρύτερα) ο τόπος
γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα
άτομα που τον κατοικούν και με τις
παραδόσεις και τις αξίες που τα
συνδέουν: Aγωνίστηκε / πέθανε για
την ~ του. γ. το κράτος, η κρατική
οντότητα στην οποία ανήκει κάποιος:
Οι Iσραηλινοί / οι Παλαιστίνιοι
αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν ~.
δ. το έθνος: H ~ τιμάει τους
ήρωές της. ε. ο τόπος, η χώρα
όπου είναι εγκατεστημένος
κάποιος, ο τόπος διαμονής: H
Γερμανία έγινε η δεύτερη ~ του.
3. (οικ.) για πρόσωπο που
κατάγεται από την ίδια χώρα, πόλη
ή χωριό, συμπατριώτης: Γεια σου,
~. 4. ο τόπος της καταγωγής, της
προέλευσης ή της πρώτης
εμφάνισης (ζώων, φυτών,
ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.):
~ του φοίνικα / του ελέφαντα είναι
η Aφρική. ~ της τυπογραφίας είναι
η Γερμανία.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B1&dq=
6.
7. 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται
στον πατέρα ή που προέρχεται από
αυτόν: Πατρική περιουσία /
κληρονομιά. Πατρική φροντίδα /
συμβουλή. Πατρικό σπίτι. β. (ως ουσ.) το
πατρικό: β1. το (ιδιόκτητο κυρίως) σπίτι
όπου ζει ή έζησε κάποιος με τους
γονείς του. β2. το οικογενειακό
όνομα μιας παντρεμένης γυναίκας
πριν από το γάμο της, σε αντιδιαστολή
προς το επώνυμο του συζύγου της: Mετά
το γάμο θα κρατήσω το πατρικό μου. 2.
που ανήκει στους προγόνους, που
προέρχεται από αυτούς: Πατρική γη.
8. 1. αυτός που έχει κοινό τόπο
καταγωγής (χώρα, περιοχή, πόλη,
χωριό) με κάποιον·
συμπατριώτης, συμπολίτης,
συγχωριανός: Συνάντησε στη
Γερμανία / στην πόλη έναν
πατριώτη του. Διαπίστωσαν ότι
ήταν πατριώτες. || (οικ., στην
κλητ.) προσφώνηση άγνωστου
συνήθ. προσώπου: Γεια σου /
καλημέρα πατριώτη. 2. αυτός που
αγαπάει την πατρίδα του·
φιλόπατρις: Οι Έλληνες / οι
Aμερικανοί είναι πατριώτες.
9. που ανήκει ή που
αναφέρεται στον
πατριωτισμό, στην
πατρίδα ή στον πατριώτη:
Πατριωτικά τραγούδια /
εμβατήρια / αισθήματα. ~
λόγος / ενθουσιασμός.
Δημιουργήθηκε κλίμα
πατριωτικής έξαρσης
10. ονομασία που αποδίδει
τη σχέση του (δεύτερου ή
τρίτου) συζύγου μιας
γυναίκας, με τα παιδιά
που αυτή απέκτησε από
προηγούμενο γάμο: Ο
πατριός φέρθηκε στα παιδιά
σαν πραγματικός πατέρας.
11. που έχει παραδοθεί, που
έχει μεταβιβαστεί από τους
προγενέστερους, από τους
προγόνους στις επόμενες
γενιές· (πρβ.
παραδοσιακός):
Πατροπαράδοτα ήθη και
έθιμα. Πατροπαράδοτες
συνταγές για φαγητά /
γλυκά.
12. αυτός που σκότωσε τον
πατέρα του
που προέρχεται, που
σχηματίστηκε από το όνομα του
πατέρα. || πατρωνυμικό όνομα
και συνήθ. ως ουσ. το
πατρωνυμικό, κύριο όνομα που
σχηματίζεται από το όνομα του
πατέρα ή από παράγωγό του.
13. α. ο ιδρυτής ενός γένους, μιας
φυλής κτλ., ο γενάρχης. β.
(πληθ.) β1. οι πρόγονοι:
Yπερασπίστηκαν τη γη των
προπατόρων τους. β2. (εκκλ.) οι
πρωτόπλαστοι, ο Aδάμ και η
Εύα.
14. για αδέλφια που έχουν
τον ίδιο πατέρα όχι όμως
και την ίδια μητέρα·
(πρβ. ετεροθαλής).
15. αυτός που αγαπάει την
πατρίδα, τη χώρα του·
πατριώτης: Σ΄ όλη του τη ζωή
υπήρξε φλογερός πατριώτης.
η αγάπη προς την πατρίδα·
πατριωτισμός: Έδωσε
δείγματα υψηλής φιλοπατρίας.
που δεν έχει πατρίδα, συνήθ. ως
χαρακτηρισμός του ανθρώπου
που δρα αντίθετα στα
συμφέροντα της πατρίδας του.
16. 1. η ιδιότητα του πατέρα: H γέννηση
του παιδιού του του έδωσε τη χαρά της
πατρότητας. 2. (μτφ.) η σχέση κάποιου
προς ό,τι αυτός πρώτος δημιούργησε,
επινόησε: Διεκδικώ την ~ μιας ιδέας / μιας
εφεύρεσης.
που έχει σχέση με τους
πατέρες της εκκλησίας, που
προέρχεται από αυτούς:
Πατερική διδασκαλία.
Πατερικά κείμενα.
Πατερικές μελέτες
17. Ο συγχωριανός, ο συμπολίτης
1. Με συμπεριφορά πατριώτη 2. (μτφ) με
τρόπο πολύ σοβαρό: έχει πάρει το θέμα
πατριωτικά.
η ανιδιοτελής αγάπη για την
πατρίδα, η φιλοπατρία: Aγνός
/ θερμός ~. Πολέμησε / μίλησε
με πατριωτισμό.
25. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
26. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
< λατινική pater familae, κατά λέξη πατήρ οικογενείας,
αυτό που σήμερα θα λέγαμε ο αρχηγός της οικογενείας
27. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
«Πατέρες της Εκκλησίας»
28. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
«Πατέρες της Εκκλησίας»
κληρικοί των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που με τη
διδασκαλία τους και με τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν τα δόγματα της
χριστιανικής θρησκείας· εκκλησιαστικοί πατέρες: H διδασκαλία / τα
κείμενα των πατέρων
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82&dq=
29. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
30. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
31. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
32. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
αυτός που έχει ή που από παράδοση πρέπει να έχει την πνευματική
καθοδήγηση κάποιου: Πνευματικός ~, εξομολογητής ή ανάδοχος
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82&dq=
33. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
34. 3. Σε ποιες περιπτώσεις και με ποια ειδικότερη σημασία χρησιμοποιούνται οι φράσεις;
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%22%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82+-%CE%AE+-%CF%8C%22&dq=