Η ΠΛΑΝΗ
Ονομάζομαι Mason, είμαι δεκαεπτά ετών και μετακόμισα στο
Oregon πριν δύο εβδομάδες. Παρόλο που ήρθα εδώ πριν λίγο καιρό,
δεν μπόρεσα παρά να παρατηρήσω πως αυτή η πόλη είχε κάτι το
περίεργο. Ήταν σαν κάτι να μην πήγαινε καλά. Τις πρώτες δύο μέρες
όλα κυλούσαν φυσιολογικά, δεν είχα προσέξει κάτι ιδιαίτερο, όμως όλα
ξεκίνησαν μετά. Την τρίτη μέρα δεν έγινε κάτι σημαντικό, το μόνο που
παρατήρησα ήταν πως είχαν μετακινηθεί από τη θέση τους κάποια
αντικείμενα στο σπίτι και πως είχαν στραβώσει ή πέσει κάποιοι πίνακες.
Δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Μετά από αυτήν την ημέρα τα πράγματα
γινόντουσαν όμως όλο και χειρότερα! Όσο περνούσαν οι μέρες
σιγουρευόμουν πως δεν ήμουν μόνος στο σπίτι.
Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, οι πόρτες άνοιγαν
και έκλειναν μόνες τους, τα φώτα αναβόσβηναν και έβλεπα σκιές και
ανθρώπους χωρίς πρόσωπο να με παρακολουθούν, ενώ ήμουν
ξαπλωμένος και ευάλωτος.
Την δέκατη μέρα αποφάσισα να πάω στο δάσος ελπίζοντας ότι η
γαλήνη και η ηρεμία του θα με έκανε να ξεχάσω ό,τι είχα δει και
ακούσει τις προηγούμενες ημέρες. Καθώς περπατούσα στο δάσος
μάζευα λουλούδια, όπως το σταφύλι του Oregon (το οποίο έμοιαζε
πολύ με βατόμουρο) και άλλα διάφορα φυτά, με τα οποία σκόπευα να
διακοσμήσω το σπίτι. Ενώ περπατούσα, άκουσα έναν περίεργο ήχο,
ήταν σαν ουρλιαχτό λύκου ανάμικτο με γέλιο ύαινας. Ήξερα φυσικά
πως δεν υπήρχε ζώο, το οποίο έκανε τέτοιο ήχο και επίσης ήμουν
ενήμερος για τα ζώα που ζουν στο δάσος. Αυτή η κραυγή δεν μου
θύμισε κανένα από αυτά. Με έπιασε η περιέργειά μου και ξεκίνησα να
ψάχνω για το πλάσμα, το οποίο έβγαλε αυτή την παράξενη κραυγή.
Έψαξα λοιπόν στους θάμνους, στα δέντρα και σε άλλα σημεία στα
οποία θα μπορούσε να είχε κρυφτεί! Τελικά το βρήκα αλλά ήταν πολύ
διαφορετικό από ό,τι είχα φανταστεί.
Νόμιζα ότι θα έβλεπα ένα παράξενο, μικρό ζωάκι αλλά τελικά είδα
κάτι που δεν το περίμενα! Είδα κάτι πολύ πιο τρομακτικό, πολύ πιο
παράξενο!
Ήταν ένα μεγάλο γκρίζο, βραχώδες ως προς την εξωτερική του υφή
πλάσμα, το οποίο είχε στόματα με κοφτερά δόντια σε όλο του το σώμα,
δεν είχε μάτια, επίσης είχε αιχμηρά νύχια και ήταν τόσο μυώδες, που
διαγράφονταν ανάγλυφα σχεδόν όλοι οι μύες του σώματος του. Μόλις
αντιλήφθηκε την παρουσία μου, πήρε φόρα, έβγαλε μια κραυγή πιο
τρομακτική από την προηγούμενη και άρχισε να τρέχει κατά πάνω μου.
Ενστικτωδώς άρχισα να τρέχω έτσι όπως δεν έχω ξανατρέξει ποτέ στη
ζωή μου! Είχαν περάσει δέκα λεπτά και αυτό συνέχιζε να με κυνηγά,
χωρίς να δείχνει ίχνος κούρασης, ενώ εγώ από την άλλη είχα κουραστεί,
λαχανιάσει και ζαλιστεί από την προσπάθεια να τρέξω όσο πιο γρήγορα
μπορούσα. Καθώς προσπαθούσα να βρω δύναμη για να συνεχίσω,
σκόνταψα σε μια πέτρα και έπεσα μπρούμυτα. Αμέσως πανικόβλητος
γύρισα το κεφάλι να κοιτάξω πού βρίσκεται το πλάσμα που με
κυνηγούσε. Τότε όλα σκοτείνιασαν. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι
ήταν οι άναρθρες κραυγές μου.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν στο
δάσος αλλά σε ένα δωμάτιο της ψυχιατρικής κλινικής. Σηκώθηκα από το
κρεβάτι κοίταξα τα χέρια μου, το σώμα μου, για να μου φέρουν στο
μυαλό πως αυτό το άσπρο ρούχο που φορούσα ήταν ένας
ζουρλομανδύας! Αμέσως κατάλαβα πως δεν είχε γίνει τίποτα από όλα
αυτά, ποτέ δεν με είχε κυνηγήσει κανένα περίεργο πλάσμα, ποτέ δεν
είχα μετακομίσει στο Oregon, ποτέ δεν είδα σκιές και απρόσωπους
ανθρώπους. Ήμουν πάντα σε αυτό το άσπρο δωμάτιο με αυτό το άσπρο
ρούχο και απλά φαντάστηκα όλη αυτή την ιστορία, για να ξεχάσω το
πού βρίσκομαι και τον λόγο που είμαι εδώ……!!!!!
M. D.
Για την αντιγραφή
Φιλοθέη Καλιαντζά, τμήμα Γ2