4. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Ήλιος ο ηλιάτορας
(απόσπασμα)
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε
δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τούς
δοξολογεί.
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ο Ήλιος, ο ηλιάτορας,
Ίκαρος, Αθήνα 1996, σ. 22]
6. ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως
Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η
θάλασσα γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους
όρθιους φοίνικες
7. ΤΑ ΠΑΘΗ
Α'
Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του
Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
8. Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας* αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα* ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του
ήλιου αποστηθίζει* Τη ζωντανή
στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του
ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε* τη γύρη της
καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά
μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος
ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της
καρδιάς.
12. Γ. ΣΕΦΕΡΗ ΑΡΝΗΣΗ
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι Με τι καρδιά, με τι πνοή
διψάσαμε το μεσημέρι, τι πόθους και τι πάθος
μα το νερό γλυφό. πήραμε τη ζωή μας' λάθος
Πάνω στην άμμο την ξανθή Κι αλλάξαμε ζωή.
γράψαμε τ' όνομά της'
ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
13. Γιώργου Σεφέρη, «[Ο τόπος μας είναι κλειστός]», Ι', Μυθιστόρημα (απόσπασμα)
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε
πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτί-
σουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.
14. O γυρισμός του ξενιτεμένου
Σεφέρης Γιώργος (απόσπασμα)
- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
18. ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΥ
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσα του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Κ.Π. Καβάφης
19. Βροχή (απόσπ. )
έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια παρωδία το νερό —
μπαίνοντας σε κλωνάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
ποτίζοντας τες ρίζες
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωστές δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κρεμνά στα παραθύρια·
και πλένοντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστρες
τα ’στησ’ αράδα-αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά…….
Κ .Π. Καβάφης
22. Γ. ΡΙΤΣΟΣ
Ο τόπος μας
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας —
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ' αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες*. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες
λιακάδες.
Κάτω απ' τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ' ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ' ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ' τα κεριά του
Πάσχα —
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι
πεθαμένοι
γυρίζοντας απ' την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός
ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ' το ξερό
πηγάδι
βγαίνουν τ' αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα
δέντρα.
23. Γιάννη Ρίτσου
«Το Εμβατήριο του ωκεανού»
ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα
στο νου στην ψυχή και στις φλέβες μας θάλασσα.
Είδαμε τα πλοία να φέρνουν τις μυθικές χώρες
εδώ στην ξανθή αμμουδιά
όπου αργοπορούν οι βραδινοί οδοιπόροι.
Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα.