2. Ειςαγωγικά
Πλθκώρα ονομάτων- όρων χρθςιμοποιείται για τθν
περιγραφι των ‘βιογενών ςχθματιςμών’ (‘corralligenous algal
reefs’, ‘biogenic mounds’, ‘biogenic formations’, ‘coral
carbonate mounds’, ‘encrusting corallines’)
τθν παροφςα εργαςία ονομάηονται βιογενείσ ςχθματιςμοί/
βιογενι υβώματα
Πολφ λίγεσ οι μελζτεσ για τουσ βιογενείσ
ςχθματιςμοφσ, ιδιαίτερα ςτθν ανατολικι Μεςόγειο.
Πολφ ςθμαντικό ενδιαιτιματα για είδθ οικονομικοφ
ενδιαφζροντοσ.
3. κοπόσ
Εντοπιςμόσ και χαρτογράφθςθ των βιογενών ςχθματιςμών ςτθν
περιοχι μελζτθσ
υςχζτιςθ τθσ παρουςίασ τουσ με τα χαρακτθριςτικά του
υποςτρώματοσ
Ανάλυςθ παραγόντων που επιδροφν περιςςότερο ςτθ
δθμιουργία/ανάπτυξθ τουσ ςτθ ςυγκεκριμζνθ περιοχι.
O προςδιοριςμόσ:
i. του ρυκμοφ ιηθματογζνεςθσ
ii. του χρονικοφ πλαιςίου δθμιουργίασ
20. υμπεράςματα
Γενικά για τθν περιοχι μελζτθσ
Διαπιςτώκθκε ανώμαλο, μικρο-μεςο-ανάγλυφο νότια τθσ ικίνου (βιογενείσ
ςχθματιςμοί) κακώσ και ανατολικά τθσ Φολεγάνδρου (βραχώδεισ
εξάρςεισ, παλαιοακτζσ, ριγμα).
Παρατθρικθκαν
γραμμώςεισ προσ το
νότιο-νοτιοδυτικό
τμιμα τθσ περιοχισ
ζρευνασ.
21. υμπεράςματα
Για τουσ βιογενείσ ςχθματιςμοφσ
Αναπτφςςονται κυρίωσ μεταξφ 70 και ~ 95 μζτρων βάκουσ και καλφπτουν
μεγάλο τμιμα (18%) τθσ περιοχισ ζρευνασ.
Αναπτφςςονται πολφ πιο εκτεταμζνα και με μεγαλφτερθ πυκνότθτα προσ τα
ανατολικά που πικανόν το υπόςτρωμα και θ μορφολογία ευνοεί
περιςςότερο τθν ανάπτυξι τουσ
Παξαηεξήζεθε δηαθνξά αλάπηπμεο κεηαμύ
ηνπ αλαηνιηθνύ θαη ηνπ θεληξηθνύ-δπηηθνύ
ηκήκαηνο ηεο πεξηνρήο έξεπλαο πηζαλώο
ιόγσ δηαθνξεηηθώλ πδξνδπλακηθώλ
ζπλζεθώλ.
Απμεκέλε αλάπηπμε ηνπ ύςνο πβώκαηνο
ησλ ζρεκαηηζκώλ πνπ βξίζθνληαη πην
θνληά ζηηο αθηέο πηζαλώο ιόγσ απμεκέλεο
πξόζιεςεο ζξεπηηθώλ.
22. υμπεράςματα
Για τουσ βιογενείσ ςχθματιςμοφσ
Σο πάχοσ των ιηθμάτων αυξάνει με τθν παρουςία βιογενών ςχθματιςμών.
H ανάπτυξθ των βιογενών ςχθματιςμών άρχιςε πριν περίπου 14.000 χρόνια.
τα τμιματα των τομών που εμφανίηονται βιογενείσ ςχθματιςμοί υπάρχει 40
– 70 % αφξθςθ του ρυκμοφ ιηθματογζνεςθσ.
Σοπικά φτανει τα 0,22mm/yr.
Το ανάγλυφο στην πρώτη περίπτωση συσχετίστηκε κυρίως με την ύπαρξη βιογενών σχηματισμών, ενώ στη δεύτερη περίπτωση με βραχώδεις παλαιοακτές και υφάλους, ένα μη ενεργό ρήγμα που προεκτείνεται στη χέρσο, βραχώδεις εξάρσεις καθώς και περιορισμένης έκτασης βιογενείς σχηματισμούς.που μπορεί να αποτελούν αμμώδεις ραβδώσεις (sand ribbons). Παρόμοιες γεωμορφές έχουν παρατηρηθεί σε διάφορα τμήματα του πλατώ των Κυκλάδων (Lykousis, 2001; Georgiades et al., 2009). Οι γραμμώσεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν ίχνη αλιευτικής δραστηριότητας από μηχανότρατες βυθού αφού η ευρύτερη θαλάσσια περιοχή Σικίνου – Φολεγάνδρου αλιεύεται συστηματικά.Το μέγιστο βάθος εμφάνισης τους μπορεί να οφείλεται σε περιορισμό κάποιου από τους βασικούς παράγοντες για την ανάπτυξή τους. Πιθανόν, ο περιοριστικός αυτός παράγοντας να είναι το εισερχόμενο φώς). Οι περιοχές προς τις ακτές των δύο νησιών διαφέρουν κυρίως ως προς το υπόστρωμα και τη μορφολογία, αφού η μεν Σίκινος έχει κυρίως ιζήματα αδρόκοκκα (άμμους) και σχετικά μικρές κλίσεις, η δε Φολέγανδρος έχει ιζήματα αλλά και βραχώδεις περιοχές με μεγάλες κλίσεις και έντονο ανάγλυφο. Στην περιοχή έρευνας οι βιογενείς σχηματισμοί φαίνεται ότι αναπτύσσονται καλύτερα σε μαλακό υπόστρωμα χωρίς έντονες εναλλαγές κλίσεων. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε στα είδη των οργανισμών που συνθέτουν τις μορφές αυτές (τα συγκεκριμένα να αναπτύσσονται σε μαλακό υπόστρωμα) ή στον περιορισμό του εισερχόμενου φωτός καθώς, στα δυτικά της ζώνης έρευνας το πολυπλοκότερο και απότομο ανάγλυφο πιθανόν να εμποδίζει το φως να φτάνει ομοιόμορφα και με την ίδια ευκολία σε σχέση με τις περιοχές που έχουν επίπεδο πυθμένα χωρίς σημαντικό ανάγλυφο. Σημειώνεται ότι οι υποθέσεις αυτές απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, αφού στις καταγραφές των συστημάτων ακουστικής διασκόπησης που αναλύθηκαν στην παρούσα εργασία, δεν θα μπορούσαν να αναγνωριστούν εμφανίσεις βιογενών σχηματισμών σε σκληρά υποστρώματα όπως αυτά που εμφανίζονται στο δυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης. Υφίσταται λοιπόν η πιθανότητα να υπάρχουν περισσότερο εκτεταμένοι βιογενείς σχηματισμοί και προς τα δυτικά και να μην έχουν αναγνωριστεί με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία λόγω της ανάπτυξης τους σε βραχώδη υποστρώματα. Βέβαια, ακόμη και αν υπάρχουν βιογενείς σχηματισμοί αυτοί θα πρέπει να φτάνουν μόνο λίγα εκατοστά σε ύψος όπως άλλωστε αναφέρεται ότι συμβαίνει σε περιπτώσεις σκληρού υποστρώματος και σε προηγούμενες μελέτες (π.χ. Georgiadis et al., 2009).
Λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία της υδροδυναμικής, και κατά κύριο λόγο των μικρής έως μέσης ταχύτητας ρευμάτων βυθού για την ανάπτυξη τους, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ανατολικό τμήμα της περιοχής έρευνας, νότια της Σικίνου, είναι περισσότερο προστατευμένο από τη δράση ισχυρών ρευμάτων και γενικά από έντονες υδροδυναμικές συνθήκες. Αντίθετα στο “στενό” μεταξύ Σικίνου και Φολεγάνδρου (κεντρικό και δυτικό τμήμα) το πιθανό υφιστάμενο υδροδυναμικό καθεστώς ενισχύεται, όπως συνήθως συμβαίνει μεταξύ στενών περασμάτων, στα οποία οι ταχύτητες των ρευμάτων αυξάνονται.Τα είδη που συνέθεταν τις πρώτες αποικίες πιθανόν δεν ήταν ακριβώς ίδια αφού τότε, λόγω της χαμηλής στάθμης της θάλασσας οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.