6. Φεύγοντας από το νησί του Ήλιου, ο Δίας έστειλε άγρια
καταιγίδα και διέλυσε το καράβι τους. Πνίγηκαν όλοι. Ο
μόνος, που γλίτωσε, ήταν ο Οδυσσέας… Πιασμένος από ένα
ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα μερόνυχτα.
9. Πατέρα, Δία, σε
παρακαλώ, βοήθησε τον
Οδυσσέα να φύγει από το
νησί της Καλυψώς.
Εντάξει, Αθηνά. Μείνε ήσυχη.
Θα στείλω τον Ερμή στην
Καλυψώ.
10. Καλυψώ, ο Δίας σε διατάζει
να αφήσεις τον Οδυσσέα να
φύγει.
11. Έφτιαξε λοιπόν ο Οδυσσέας μια σχεδία και
ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δεκαεπτά μέρες ταξίδευε
και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη αλλά…
12. Ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί, χτύπησε με
την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε τεράστια κύματα. Η
σχεδία διαλύθηκε και ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα κι
έμεινε εκεί για δύο μέρες.
13. Την Τρίτη μέρα, μια θαλάσσια
θεότητα, η Λευκοθέα, τον
βοήθησε και βγήκε γυμνός σ’ ένα
ακρογιάλι.
14. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων…
Ξάπλωσε κάτω από μια ελιά..
Σκεπάστηκε με τα φύλλα της και κοιμήθηκε βαθιά.
15. Την άλλη μέρα τον ξύπνησαν κάποιες χαρούμενες φωνές. Ήταν η
βασιλοπούλα, Ναυσικά, που έπαιζε με τις φίλες της. Μόλις η βασιλοπούλα
είδε τον ξένο, τον οδήγησε στο παλάτι, στο βασιλιά Αλκίνοο.
16. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε , κι όταν κάθισαν να φάνε, ο μουσικός του
παλατιού, ο Δημόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα
κατορθώματα των Αχαιών στην Τροία. Τότε ο Οδυσσέας συγκινήθηκε,
τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
17.
18. Χαράματα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιμόταν και γι’ αυτό τον
σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αμμουδιά. Έβαλαν δίπλα του
τα δώρα, που του χάρισαν κι έφυγαν.