Ο James Joyce θεμελιώνει τα μυθιστορήματά του πάνω στο ενδεχόμενο και την απροσδιοριστία. Η απροσδιοριστία προκύπτει ακριβώς επειδή μια πλήρης αφηγηματική δομή, βασισμένη σε μια λογική αιτιότητας, είναι μόνο εν μέρει ορατή. Γεγονότα που συμβαίνουν τυχαία, απρόβλεπτα και απρόσμενα, δεν έχουν διακριτή και σαφή προέλευση. Ο Joyce αναπτύσσει την προφορική, ενεργητική και πραγματωμένη πλευρά της γλώσσας (parole), παρά την αφηρημένη πλευρά του γλωσσικού συστήματος, σύμφωνα με την ορολογία του Saussure. Ως τυχαίο, τα γεγονότα ομιλίας-πράξεως (ομιλιακά ενεργήματα) είναι, κατ' αρχήν, μοναδικά και ανεπανάληπτα εκφωνήματα. Αψηφούν τη λογική της αιτιότητας. Αυτό είναι που κάνει την αφήγηση απροσδιόριστη και και τις αντιδράσεις των ηρώων απροσδόκητες. Η κλασική αφήγηση του δέκατου ένατου αιώνα ακολουθεί την αρχή της αιτιότητας ως αληθοφάνεια κατά γράμμα. Όλα έχουν λόγο και υπάρχει λόγος για όλα. Αν και ο Joyce προσυπογράφει εν μέρει την αληθοφάνεια στον Οδυσσέα, το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος - η πιο καινοτόμος πτυχή του - το αψηφά. Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη θέση του Joyce εδώ σαρώνεται στο Finnegans Wake.
THE PHILOSOPHY OF ALBERT CAMUS - ALEXIS KARPOUZOSalexis karpouzos
Albert Camus, a French-Algerian writer and philosopher, is renowned for his unique contribution to the philosophical realm, particularly through his exploration of the Absurd. His philosophy is often associated with existentialism, despite his own rejection of the label. Camus’ works delve into the human condition and the search for meaning in a seemingly indifferent universe.
The Absurd and the Search for Meaning At the heart of Camus’ philosophy is the concept of the Absurd, which arises from the conflict between the human desire for significance, order, and clarity on one hand, and the silent, irrational, and indifferent world on the other1. This tension is a fundamental aspect of the human experience, as individuals continually seek purpose in life despite the universe’s lack of inherent meaning.
Revolt as a Response to the Absurd Camus argues that the appropriate response to the Absurd is not suicide or despair, but rather revolt. This revolt is a persistent and courageous confrontation with the Absurd, and it involves a refusal to succumb to nihilism, a rejection of false hopes, and the continuous quest for meaning1. It is through this act of revolt that individuals affirm their own existence and derive a sense of personal freedom and identity.
Camus’ Literary Expression of Philosophy Camus’ philosophical ideas are intricately woven into his literary works. Novels such as “The Stranger” (L’Étranger), “The Plague” (La Peste), and “The Fall” (La Chute) not only tell compelling stories but also serve as vehicles for his philosophical thought. In “The Myth of Sisyphus,” Camus uses the Greek mythological figure Sisyphus, condemned to eternally roll a boulder up a hill only for it to roll back down, as a metaphor for the human condition. Sisyphus, aware of his futile task, chooses to embrace his labor, thus embodying the spirit of revolt and finding happiness in the struggle itself.
Δύο επίμονα θέματα ζωντανεύουν όλη τη γραφή του Αλμπέρ Καμύ και αποτελούν τη βάση του καλλιτεχνικού του οράματος: Το ένα είναι το αίνιγμα του σύμπαντος, το οποίο είναι εκπληκτικά όμορφο αλλά αδιάφορο για τη ζωή. Το άλλο είναι το αίνιγμα του ανθρώπου, του οποίου η λαχτάρα για ευτυχία και νόημα στη ζωή παραμένει άσβεστη από την πλήρη επίγνωση της δικής του θνητότητας και της κυρίαρχης αδιαφορίας του περιβάλλοντός του. Στη ρίζα κάθε μυθιστορήματος, κάθε θεατρικού έργου, κάθε δοκιμίου, ακόμη και κάθε καταχώρησης στα τετράδιά του βρίσκεται η αδιάκοπη ανάγκη του Καμύ να διερευνήσει και να προβληματιστεί για τον ειρωνικό διπλό δεσμό που αντιλαμβανόταν ότι ήταν η ουσία της ανθρώπινης κατάστασης: Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη φαντασία να συλλάβει μια ιδανική ύπαρξη, αλλά ούτε οι συνθήκες, ούτε οι δικές του δυνάμεις επιτρέπουν την επίτευξή της. Η αντίληψη αυτού του απελπιστικού διπλού δεσμού έκανε αναπόφευκτη στον Καμύ την υποχρέωση να αντιμετωπίσει ένα κυρίαρχο ηθικό ζήτημα για τον άνθρωπο: Δεδομένης της περιορισμένης κατάστασης του ανθρώπου, υπάρχουν έντιμοι όροι με τους οποίους μπορεί να ζήσει τη ζωή του;
Más contenido relacionado
Similar a Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ JAMES JOYCE - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ
THE PHILOSOPHY OF ALBERT CAMUS - ALEXIS KARPOUZOSalexis karpouzos
Albert Camus, a French-Algerian writer and philosopher, is renowned for his unique contribution to the philosophical realm, particularly through his exploration of the Absurd. His philosophy is often associated with existentialism, despite his own rejection of the label. Camus’ works delve into the human condition and the search for meaning in a seemingly indifferent universe.
The Absurd and the Search for Meaning At the heart of Camus’ philosophy is the concept of the Absurd, which arises from the conflict between the human desire for significance, order, and clarity on one hand, and the silent, irrational, and indifferent world on the other1. This tension is a fundamental aspect of the human experience, as individuals continually seek purpose in life despite the universe’s lack of inherent meaning.
Revolt as a Response to the Absurd Camus argues that the appropriate response to the Absurd is not suicide or despair, but rather revolt. This revolt is a persistent and courageous confrontation with the Absurd, and it involves a refusal to succumb to nihilism, a rejection of false hopes, and the continuous quest for meaning1. It is through this act of revolt that individuals affirm their own existence and derive a sense of personal freedom and identity.
Camus’ Literary Expression of Philosophy Camus’ philosophical ideas are intricately woven into his literary works. Novels such as “The Stranger” (L’Étranger), “The Plague” (La Peste), and “The Fall” (La Chute) not only tell compelling stories but also serve as vehicles for his philosophical thought. In “The Myth of Sisyphus,” Camus uses the Greek mythological figure Sisyphus, condemned to eternally roll a boulder up a hill only for it to roll back down, as a metaphor for the human condition. Sisyphus, aware of his futile task, chooses to embrace his labor, thus embodying the spirit of revolt and finding happiness in the struggle itself.
Δύο επίμονα θέματα ζωντανεύουν όλη τη γραφή του Αλμπέρ Καμύ και αποτελούν τη βάση του καλλιτεχνικού του οράματος: Το ένα είναι το αίνιγμα του σύμπαντος, το οποίο είναι εκπληκτικά όμορφο αλλά αδιάφορο για τη ζωή. Το άλλο είναι το αίνιγμα του ανθρώπου, του οποίου η λαχτάρα για ευτυχία και νόημα στη ζωή παραμένει άσβεστη από την πλήρη επίγνωση της δικής του θνητότητας και της κυρίαρχης αδιαφορίας του περιβάλλοντός του. Στη ρίζα κάθε μυθιστορήματος, κάθε θεατρικού έργου, κάθε δοκιμίου, ακόμη και κάθε καταχώρησης στα τετράδιά του βρίσκεται η αδιάκοπη ανάγκη του Καμύ να διερευνήσει και να προβληματιστεί για τον ειρωνικό διπλό δεσμό που αντιλαμβανόταν ότι ήταν η ουσία της ανθρώπινης κατάστασης: Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη φαντασία να συλλάβει μια ιδανική ύπαρξη, αλλά ούτε οι συνθήκες, ούτε οι δικές του δυνάμεις επιτρέπουν την επίτευξή της. Η αντίληψη αυτού του απελπιστικού διπλού δεσμού έκανε αναπόφευκτη στον Καμύ την υποχρέωση να αντιμετωπίσει ένα κυρίαρχο ηθικό ζήτημα για τον άνθρωπο: Δεδομένης της περιορισμένης κατάστασης του ανθρώπου, υπάρχουν έντιμοι όροι με τους οποίους μπορεί να ζήσει τη ζωή του;
Sacred and profane in Mircea Eliade's theory - Alexis karpouzosalexis karpouzos
In Mircea Eliade’s thought, religion is seen as a universal and fundamental aspect of human existence, characterized by the experience of the sacred and the profane. Eliade believed that religion originates from an irreducible experience of the sacred, which is common to most human beings. This experience seeks outward cultural expression in myths and rituals. He emphasized that religious phenomena must be understood as uniquely and irreducibly religious, expressing meaning on a religious plane of reference.
Eliade’s understanding of religion includes the idea that religiousness and creativity are major human attributes that produce myths, rites, images, and symbols—collectively referred to as “religious creations”—that convey human experiences and carry worlds of meaning. His work suggests that without some experience of the sacred, profane existence is seen as meaningless, and he identified this basic schema in all religions. Overall, Eliade’s view of religion is deeply intertwined with his concept of the sacred, and he saw religion as a key to understanding the human condition and the search for meaning.
The philosophy of Jorge Luis Borges - Alexis karpouzosalexis karpouzos
Luis Borges, the Argentine writer, is renowned for his complex and thought-provoking works that often delve into philosophical themes. While Borges himself was not a philosopher in the traditional sense, his writings frequently explore philosophical concepts, particularly those related to metaphysics, reality, and the nature of time and identity.
Borges’ philosophy cannot be pinned down to a single set of beliefs or principles. Instead, it manifests as a playful interplay between fiction and philosophy within his diverse body of work. He delighted in blurring the lines between genres, treating literature as non-fiction and vice versa, and often included invented authors and works within his essays.
Με την έλευση της Καρτεσιανής υποκειμενικότητας και εντεύθεν, η φιλοσοφική σκέψη σχετίζει όλα όσα είναι και γίνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο (αντικειμενικό) και τα θεμελιώνει στην ορθολογική βεβαιότητα. Το ανθρώπινο εγώ, το οποίο μετουσιώνεται σε αληθές ον, αποτελεί τον άξονα του Είναι και αποβλέπει στην κατάκτησή του. Όλη η νεώτερη φιλοσοφία, από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Κάντ, το Χέγκελ, αναζητούν το θεμέλιο του Είναι στην υποκειμενικότητα, λησμονώντας το Είναι που «είναι» διάφορο από κάθε ον (αυτή είναι η έννοια της οντολογικής διαφοράς στον Χάιντεγγερ). Για τον Χάιντεγγερ, ακόμα και φιλόσοφοι, όπως ο Μάρξ και η σκέψη της αλλοτρίωσης του ανθρώπου και ο Νίτσε με τη σκέψη της θέλησης της δύναμης, παραμένουν δέσμιοι της μεταφυσικής παράδοσης, από την οποία, άλλωστε, προήλθαν. Για τον Χάιντεγγερ, «η μεταφυσική στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπάλου της, του θετικισμού, μιλά τη γλώσσα του Πλάτωνα». Και αυτό, γιατί όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμειναν προσκολλημένοι στη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα φαινόμενα ή ανάμεσα στο ορθολογικό και το ανορθολογικό. Ακόμα και ο εμπειρισμός και ο θετικισμός θεώρησαν δεδομένες αυτές τις αντιθέσεις και μ΄ αυτή την έννοια δεν ήταν παρά αντεστραμμένες μορφές του μεταφυσικού στοχασμού. Ο Μάρξ κάνει ως αφετηρία της σκέψης την ύλη και ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι και θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι, υπό τη μορφή της αέναης ροής δύναμης απο σημείο σε σημείο. Ο Χάιντεγγερ, παραθέτει τη φράση του Νίτσε για να τεκμηριώσει την κριτική του, «Το να αποτυπωθεί στο Γίγνεσθαι ο χαρακτήρας του Είναι, αυτή είναι η υπέρτατη βούληση για Δύναμη». Ο Χάιντεγγερ θεωρεί τη σταδιακή μετάβαση από τον Πλατωνισμό, στον ανεστραμμένο πλατωνισμό του Νίτσε, ως βαθμιαία λήθη του Είναι». Η λήθη του Είναι, συμπίπτει, κατά τον Χάιντεγγερ, με τη σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και τα όντα. Ο Πλάτωνας, όπως υποστηρίζει, ο Χάιντεγγερ, διατυπώνει συγχρόνως το ερώτημα «τί είναι το Είναι;» και «ποιό είναι το πιο γενικό χαρακτηριστικό των όντων;». Η παράθεση αυτών των δύο ερωτημάτων και η εξομοίωσή τους, συσκοτίζει την έννοια που ο Χάιντεγγερ ονομάζει «οντολογική διαφορά», τη διαφορά, δηλαδή ανάμεσα στο Είναι και τα όντα και η οποία είναι παράλληλη της διαφοράς ανάμεσα στην αποδοχή «ακρόασης» του Είναι και της επιθυμίας σχηματοποίησης και ελέγχου που προκύπτει από τον αντικειμενικό στοχασμό, τη λογική ανάλυση και την επιστημονική ταξινόμηση.
We live in a universe that can be seen and experienced from many different perspectives. We therefore need to look at the universe from many different angles. Everything and everyone is a form of the universe being expressed in a particular way. In other words, each one of us can say with absolute certainly "We are the Universe!" Since we are the universe, each one of us provides a valuable perspective that complements the contributions of everyone and everything else around us.Each of us is the universe being expressed in a particular location in a specific way. We're all part of the same moving and evolving cosmos, but the view of it is unique from each of our respective locations. This suggests that the universe is not only omnicentric, but that it is also multiperspectival – there are many different, and equally valid, viewpoints on this. Each one of us is a cosmic laboratory within which we can discover the secrets of the universe.
ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Το "Διαγώνιο Μονοπάτι" συνιστά την Οδό για την υπέρβαση των αντιθέσεων και την μεταμόρφωση της Συνείδησης. την Οδό για την ενορατική εμπειρία του Αόρατου, το οποίο ο Αλέξης καρπούζος θεωρεί ως Καλειδοσκόπιο που αέναα μεταμορφώνεται. Όπως λέει ο Αλέξης καρπούζος "δεν υπάρχει Ουρανός και Γη, Πλάσματα του Κόσμου και Θεότητες, Φύση και Ιστορία που αντιπαρατίθενται, αλλά το Αόρατο Κέντρο, μετέωρο και φευγαλέο, που συντονίζει τις σχέσεις και ρυθμίζει τις διαφορές τους". Ο Αλέξης καρπούζος, μάς καλεί να στοχαστούμε το αδιανόητο, να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, να αφυπνιστούμε και να διερευνήσουμε τα
μυστήρια μέσα στον εαυτό μας, δηλαδή τα μυστήρια του σύμπαντος, γιατί το
σύμπαν είμαστε εμείς, είμαστε οι αγγελιοφόροι του.
Για τον Κίρκεγκωρ η εμπειρία του αιώνιου μας μεταφέρει πέρα από την αισθητική στη θρησκευτική σφαίρα της ύπαρξης. Δεν αποσκοπεί όμως στην αθανασία * της ψυχής, ούτε είναι η αναζήτηση της ζωής μετά από αυτή τη ζωή, αλλά η έλευση της αιωνιότητας στην παρούσα στιγμή. Η αιωνιότητα επομένως δεν είναι μια πραγματικότητα που θα έρθει, αλλά βιώνεται στην πυκνότητα και την ένταση της παρούσας στιγμής. Πηγάζει από τα βάθη της τραγωδίας του παρόντος και της επισφάλειας της ύπαρξης. Σαν μια μικρή βάρκα σε μια καταιγίδα και μακριά από το λιμάνι, ο άντρας ρισκάρει τη ζωή του σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Από τα βάθη των κυμάτων της απόγνωσης μπορεί να βιώσει μια αίσθηση σωτηρίας
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Δεν έχουμε λόγια να μιλήσουμε για τον θάνατο γιατί ο θάνατος είναι αδιανόητος, άρα άρρητος. «Θέλουμε να το συζητήσουμε, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί. Απρόσιτος στη διάνοια, ο θάνατος δεν μπορεί να εξηγηθεί. Τώρα, «για ό,τι δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, πρέπει να μείνει σιωπηλός», λέει ο Wittgenstein * στην αρχή της Λογικής-Φιλοσοφικής Πραγματείας του . Έτσι, ο Βιεννέζος φιλόσοφος υποθέτει την ατελή οποιουδήποτε ανθρώπινου λόγου ή το όριο κάθε ορθολογικής προσέγγισης. Δεν μπορεί κανείς να χτίσει μια κατασκευή νοημοσύνης στο κενό.
Κι όμως, ο θάνατος κατοικεί στα ζωντανά σαν τη σκιά τους. Κι αν ο θάνατος δεν είναι τίποτα, μπορεί να είναι καλός; Αν εκτιμώ τόσο πολύ τη ζωή και αν ο θάνατος είναι η καταστροφή της ζωής, δεν είναι κακό από μόνο του; Ας σταματήσουμε τα ερωτήματά μας και, από τα βάθη του χρόνου, ας μας έρθουν οι απόηχοι της σκέψης του Ηράκλειτου της Εφέσου, από την οποία μόνο λίγα θραύσματα σώθηκαν και είναι διάσπαρτα στα έργα των αρχαίων και των σύγχρονων. Ποιες λέξεις για το θάνατο μας έχει δώσει ως κληρονομιά, που πιθανόν να μας διαφωτίσουν και να τονώσουν την επιδίωξη του στοχασμού μας για τον θάνατο;
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Στο βιβλίο “εισαγωγή στην κατανοητική φιλοσοφία - η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης” ιχνηλατούμε τη μακρυτενή πορεία του Λόγου προς την αυτογνωσία του και παρουσιάζουμε συνοπτικά τα ρεύματα και τα υπο-ρεύματα της φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής και ψυχολογικής σκέψης που συνέβαλαν αποφασιστικά στη χειραφέτηση της Διάνοιας-Νόησης, δηλαδή του Λόγου και της Γνώσης, από το μυστικισμό, το σκοταδισμό, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις που νοηματοδοτούσαν την εμπειρία της κοινωνικής πρακτικής σ’ όλες τις ιστορικές εποχές του Δυτικού Πολιτισμού... Παράλληλα, όμως, διαπιστώνουμε ότι από τις απαρχές της φιλοσοφικής προβληματικής του Λόγου και σ’ όλη τη μακραίωνη περιπέτειά του και παρά τις πολλαπλές εκφάνσεις του και τις νοηματικές μετουσιώσεις που προσέλαβε στα εκάστοτε κοινωνικά συστήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα, εντούτοις ένα δομικό στοιχείο διατηρείται ίδιο και αδιαφοροποίητο στον λογικό πυρήνα του Λόγου: ο αυτο-αναφορικός και αυτο-νοηματοδοτικός χαρακτήρας του όλου ορθολογιστικού εγχειρήματος αποτελεί την εγγενή Ιδεολογική του επένδυση με την οποία ταυτίστηκε ιστορικά η φιλοσοφική σκέψη. Ο αυτό-αναφορικός χαρακτήρας του Λόγου χαρακτηρίζεται από την απολυτοποίηση της αξιακής χρήσης του “ορθού λόγου”, την παραγωγή αφαιρετικής ανθρωποκεντρικής υπεραξίας, η οποία οδηγεί στις μεταφυσικές διαιρέσεις και διακρίσεις και το θετικισμό που πάντοτε ελλόχευαν στον λογικό πυρήνα του Ορθολογικού τρόπου σκέψης και που βέβαια οδήγησε στη θλιβερή μετεξέλιξή του σ’ έναν άκρατο επιστημονισμό-θετικισμό στους νεότερους χρόνους. Βέβαια στη μακραίωνη ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης υπήρξαν ρεύματα σκέψης και ρωμαλέες φωνές, που επιχείρησαν να “ανοίξουν” τον ορίζοντα του στοχασμού, πέραν από το αυτο-οριζόμενο Υποκείμενο και τις Ιδεολογικές του ταυτίσεις. Η σύγχρονη σκέψη διευρύνει περαιτέρω τον ορίζοντα της ανθρώπινης κατανόησης και μας καλεί: Πέραν του ανθρώπου, μαζί με τον άνθρωπο....... στον Κόσμο. Ο μετέωρος άνθρωπος ως κοσμικό απόσπασμα..... Στη πρώτη έκδοση του βιβλίου (1996) παρουσιάσαμε την ιστορία της Δυτικής φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής και ψυχολογικής σκέψης και τις περιπέτειες του Λόγου, από την ανατολή του, την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη δύση του, τον ανθρωπιστικό Διαφωτισμό των Νεότερων Χρόνων. Στην προσθήκη της δεύτερης έκδοσης (2011) συμπεριλάβαμε τις εξελίξεις στη σύγχρονη κοσμολογική, γνωσιοθεωρητική και κοινωνική-θεωρητική σκέψη. Έτσι η κατανοητική φιλοσοφία, ως εγχειρηματική σκέψη και εμπειρία, διερευνώντας και αφομοιώνοντας την πρότερη γόνιμη ιστορία της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, την μεταμορφώνει δημιουργικά και διευρύνει την προβληματική του στοχασμού της.
ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ : ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Το εγχειρίδιο ¨Οι Κόσμοι της Γλώσσας – Οι Γλώσσες του Κόσμου¨, αποτελεί μια πολυπρισματική διερεύνηση του γλωσσικού φαινομένου, πάντα, όμως, με την εποπτεία του φιλοσοφικού στοχασμού. Βέβαια, επεκτεινόμαστε και σε μεταφυσικούς, γνωσιοθεωρητικούς, κοινωνικο-θεωρητικούς και επιστημονικούς προβληματισμούς, οι οποίοι, δια-συνδέονται παραδειγματικά - συνειρμικά με τη φιλοσοφία και τη ψυ-χολογία της γλώσσας και τους στοχαστές που τη μελετούν. Επιλέξαμε την αποσπασματική και σχετικιστική μεθοδολογία στην προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου. Οι πολλαπλές προοπτικές θεώρησης της γλώσσας δεν αποκαλύπτουν τη γλώσσα στην ολότητά της. Και αυτό γιατί η γλώσσα είναι το σύνολο όλων των προοπτικών, το οποίο, παραμένει, αντιληπτικά και γνωστικά απροσπέλαστο.
Επίσης, ένας άλλος στόχος τον οποίο, πειραματικά, δοκιμάζουμε είναι ο “διάλογος” κοινωνικών-ανθρωπιστικών και φυσικο-μαθη-ματικών επιστημών, η γεφύρωση, δηλαδή, της αντίθεσης αξιών και γεγονότων και η δημιουργία μιας ενιαίας και διαφορικής σκέψης. Με το διάλογο αυτό, “συντάσσεται” μια πολυ-παραδειγματική μέθοδος έρευνας και διδασκαλίας, η οποία αντιμετωπίζει την ανθρώπινη νόηση ως δομολειτουργικό και επικοινωνιακό σύστημα και τη δράση της ως ενιαία. Με τον “διάλογο” κοινωνικών-ανθρωπιστικών και φυσικο-μαθηματικών επιστημών, η ανθρώπινη νόηση και η δράση της, αποκτά τον πολυ-τροπικό και ποιητικό χαρακτήρα της και ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ανταποκριθεί στα διαρκώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα της εποχής του και τις πρωτόφαντες πολιτισμικές προκλήσεις. Ουσιαστικά, ο “διάλογος” που περιγράφουμε, κατατείνει στον εκτεταμένο Ορθό Λόγο και την κατανοητική σκέψη που συμπεριλαμβάνει, πέρα από λογικούς, ψυχο-συναισθηματικούς και ηθικο-αξιολογικούς παράγοντες, καθώς, εμπειρικά, αποδεικνύεται ότι η λειτουργία του ανθρώπινου νου είναι ενιαία και αδιαίρετη.
Η Βουδική διδασκαλία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην Ινδία σε μια εποχή που η Ινδουϊστική και Βραχμανιστική παράδοση της μεταφυσικής θρησκευτικότητας, όπως νοηματοδούνταν μέσα στα πλαίσια των ιερών κειμένων, των Βεδών και των Ουπανισάδων, είχε αρχίσει να εξασθενεί. Οι μαγικοθρησκευτικές ιεροτελεστίες των Βεδών και οι αφηρημένες έννοιες της μεταφυσικής θρησκευτικότητας της Ουπανισαδικής σκέψης, δεν ενέπνεαν τον λαό. Η αντίδραση σ’ αυτή την κατάσταση ήταν η έξαρση υλιστικών και σκεπτικιστικών ρευμάτων που αποδομούσαν την μεταφυσική ευλάβεια της θρησκείας και αμφισβητούσαν την ιερή αυθεντία των πηγών. Αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια την μεταβολή των φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τον αφηρημένο στοχασμό και την μεταφυσική έννοια στην βιωμένη έρευνα της ηθικής αξίας. Στην Ινδική ιστορία των ιδεών παρατηρείται αυτό που συνέβηκε και στην Αρχαία Ελλάδα, δηλαδή η μεταβολή του στοχασμού από τα μεταφυσικά συστήματα, των Πλάτωνα και Αριστοτέλη στον ηθικό στοχασμό των Στωϊκών και των Επικούρειων, στους Ελληνιστικούς χρόνους.
Για τον Ηράκλειτο η Φύση, ως το Εν-Όλον, κατανοείται ως η ενότητα-πολλαπλότητα όλων όσων είναι και αποκαλύπτονται και όσων δεν είναι και αποκρύπτονται. Στον Ηράκλειτο, ο Θεϊκός Λόγος της Φύσης (Είναι εν τω Γίγνεσθαι) συνθέτει και συμφιλιώνει τις φαινομενικές αντιθέσεις και αντιφάσεις που παρατηρούνται, αλλά και τις συνέχει, διασφαλίζοντας την αδιατάρακτη ενότητα και συνοχή τους παρά τις αέναες μεταμορφώσεις που συμβαίνουν. Το «ταυτόν» των διπολικών αντιθέσεων δε σημαίνει ότι οι διπολικές αντιθέσεις αποτελούν ταυτότητες με την έννοια της τυπικής λογικής. Η ενότητα των αντιθέτων αποκαλύπτει ότι στο πρωταρχικό οντολογικό επίπεδο, τα αντίθετα ταυτίζονται μεταξύ τους, γιατί το ένα προσδιορίζεται και συνυπάρχει με το άλλο και εξαιτίας του άλλου. Θα αναρωτηθεί κάποιος και δικαιολογημένα: «ποια η σχέση του «ταυτόν» με τη ρήση «αεί πάντα ρει» που αποδίδεται στον Ηράκλειτο;». Σ΄αυτό το σημείο να διευκρινήσουμε ότι στα σωζόμενα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, δεν αναφέρεται ρητά το ουσιαστικό «Είναι». Σ΄ όσα αποσπάσματα χρησιμοποιείται το «είναι» δεν μπορούμε να αποφανθούμε κατηγορηματικά αν το «είναι» είναι οντολογικό-υπαρκτικό ή απλώς συνδετικό. Το «ταυτόν» είναι το «Είναι»; Ποια η σχέση του «Είναι» με το «Γίγνεσθαι»; Θα λέγαμε ότι το «Είναι» είναι η συμμετρική σχέση των αντιθέτων (εν πάντα είναι), η οποία επιτυγχάνεται μέσω της αέναης αντίθεσης και αλλαγής (γινόμενα πάντα κατ΄έριν και χρεών), σύμφωνα με το νομοτελειακό «μέτρον»=Λόγο (γινόμενον πάντων κατά το λόγον τόνδε). Έτσι, το «ταυτόν» ως Λόγος «Είναι» ή αλλιώς το «Είναι» είναι η ενότητα των αντιθέτων μέσα στη μεταβολή, στο «γίγνεσθαι». Ο Αξελός παρατήρησε την αρχέγονη συγγένεια του «είναι» και του «γίγνεσθαι» όπως αποκαλύπτεται στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, σημειώνει: «το «είναι» (είναι, ον) είναι κυριολεκτικά συνδεδεμένο με το γίγνεσθαι, σε σημείο που για δύο χρόνους του ρήματος ειμί (τον αόριστο και τον παρακείμενο) να χρησιμοποιείται το ρήμα γίγνεσθαι (εγενόμην, γέγονα)».
Ο ρυθμός της ηρακλείτιας διαισθητικής και ενορατικής διαλεκτικής δεν είναι τριαδικός, όπως αργότερα στον ορθολογικό ιδεαλισμό του Hegel [θέση-αντίθεση-σύνθεση], αλλά δυαδικός και η σκέψη του ενώνει τα αντίθετα χωρίς να τα ταυτίζει ή να τα συνθέτει. Ο Ηράκλειτος δε στοχάζεται μέσα στα πλαίσια της τυπικής και εννοιοκρατικής λογικής, δε δεσμεύεται από την αξιωματικά θεσπισμένη λογική δομή της γλώσσας, δε διατυπώνει θεωρησιακές προτάσεις και κατηγορηματικές κρίσεις οι οποίες να θεμελιώνονται στην κυριαρχία του συνδετικού ρήματος «εστί». Τα παραπάνω γνωρίσματα της οντο-λογικής λογικής, τα οποία καθόρισαν την ιστορία της Δύσης και της μεταφυσικής της, έχουν αφετηρία τις αναζητήσεις του Ζήνωνα και ολοκληρώνονται από τον Αριστοτέλη με τη κατασκευή του αξιωματικού συστήματος της τυπικής λογικής, η οποία έχει ως πυρήνα της την αρχή της ταυτότητας -της μη αντίφασης- και την κατηγορηματική δομή της πρότασης.
Η χαραυγή του αρχαιοελληνικού στοχασμού εντάσσεται ιστορικο-χρονολογικά, σε μια εποχή που αφυπνίζεται το «συμπαντικό πνεύμα». Οι Ουπανισάδες, οι Βέδας και ο Βουδισμός στις Ινδίες, ο Κομφούκιος, ο Λάο-Τσε. ο Βουδισμός Ζεν και η Ταοϊκή παράδοση στην Κίνα, ο Ζωροάστρης στο Ιράν, οι Ιουδαίοι προφήτες του Ισραήλ και ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, οι Άραβες μύστες και ποιητές, με τη μεταφυσική θρησκευτικότητά τους, διατυπώνουν σημαντικότατες σκέψεις και προτείνουν ένα άνοιγμα που προϋποθέτει νηφάλια και γαλήνια ετοιμότητα για να αναγνωριστεί. Έτσι, ο προφιλοσοφικός στοχασμός των σοφών και ποιητών της Ιωνίας αναδύεται σε ένα αρχαϊκό ανατολικό και ασιατικό πλαίσιο σκέψης και ομιλίας, το οποίο αφομοιώνει και γονιμοποιεί ριζικά με τον Λόγο και την αφαιρετικότητα της σκέψης που εγκαθιδρύει.
Το κίνημα του ρομαντικής ποίησης ενέχει ένα άνοιγμα που μας καλεί να το διερευνήσουμε στοχαστικά. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι, ως ευαίσθητοι παλμογράφοι, προαισθάνονται και καταγράφουν τα προσεισμικά σήματα των τεκτονικών μετατοπίσεων που συντελούνται στην εποχή τους και διαβλέπουν ενορατικά την επερχόμενη κυριαρχία της τεχνικής. Πέρα από τις μυθικές, συμβολικές και μυστικιστικές αντηχήσεις και παραχήσεις, τον θρήνο για την απώλεια του υπαρξιακού νοήματος, την αποδόμηση των κοινοτικών δεσμών και τις μεσσιανικές επαγγελίες για μια νέα ουτοπία, η ρομαντική ποίηση ενέχει εύστοχες φαινομενολογικές παρατηρήσεις, σοφές διασθητικές ενοράσεις που προβλέπουν το επερχόμενο και μ΄αυτή την έννοια λειτουργούν προδρομικά.
Στη σκέψη του Ιουδαϊκού και αργότερα Χριστιανικού κόσμου, η Ολότητα του Σύμπαντος Κόσμου αναδύεται από το Μηδέν, εξαιτίας της Δημιουργικής παρέμβασης του κατ’ εξοχήν Όντος, του άπειρου Θεού που τον διατηρεί στην ύπαρξη με μια πράξη θέλησης. Η αρχαιοελληνική σκέψη που στοχάζεται τον Αιώνιο Κόσμο της Φύσης και την ένθεη Φύση του Λόγου μεταμορφώνεται σε Δημιουργία του Αιώνιου Θεϊκού Πνεύματος που προορίζεται τελεολογικά, διαμέσου του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας Του, να γνωρίσει την Αποκάλυψη σ’ ένα επέκεινα του Φυσικού Κόσμου, ο οποίος χαρακτηρίζεται εφήμερος.
(Η Χριστιανική Θεολογία στο Μεσαίωνα • Η Υποταγή του Λόγου στην Πίστη • Αυγουστίνος • Οι τάσεις αυτονόμησης του Λόγου • Ακινάτης • Ο Μυστικισμός και η Αποφατική Θεολογία • Ο Θεός ως “Άκτιστο” Φως • Οι πολύπλοκες σχέσεις οικονομίας, πολιτικής και δικαίου)
Υπέρτατη κατηγορία της Κινέζικης Σκέψης είναι η Τάξη ή η Ολότητα. Εμβληματικό Σύμβολο της Ολότητας είναι το Τάο. Το Εμβληματικό Σύμβολο δεν απεικονίζει απλώς τον Φυσικό Κόσμο, αλλά συνιστά την δύναμη που τον εμψυχώνει και τον οργανώνει. Η Κινέζικη σκέψη αρνήθηκε την μεταφυσική διάκριση του Λόγου και του Κόσμου, ο Λόγος και ο Κόσμος κατοπτρίζονται, το Ταό είναι το αόρατο κέντρο αυτής της σχέσης. Ακριβώς γι’ αυτό είναι μια Σκέψη εξίσου “συμπαντική” όσο και “ανθρωπιστική”.
Το Τάο δεν συνιστά την παράσταση μιας μνημειακής ή υπερφυσικής ή υπεραισθητής οντότητας, η οποία όπως στην αποφατική θεολογία της χριστιανικής μεταφυσικής, εκφράζεται μόνο με αρνητικές μορφές. Το Τάο συντήκεται με τον κόσμο, με το είναι των πραγμάτων που συνεχώς συν-βαίνουν, δίχως να κατατείνει σ’ ένα τέλος, είτε με την έννοια της χρονικής κατάληξης είτε με την έννοια του σκοπού. Ο θεμελιακός τόπος της κινέζικης σκέψης δεν είναι τι Είναι, όπως στη Δυτική φιλοσοφία, αλλά ο δρόμος (Τάο). Στον Δρόμο απουσιάζει κάθε μονιμότητα του Είναι και της ουσίας, κάθε δυνατότητα να εντοπιστούν ίχνη της πορείας και βέβαια αποκλείεται η τελεολογική θεώρηση του Είναι και η γραμμική αντίληψη του χρόνου. Ο Δρόμος δεν μπορεί να υφίσταται, να ενίσταται ή να καθίσταται, έτσι απουσιάζει κάθε δυνατότητα υποστασιακής κλειστότητας και παγίωσης των οντοτήτων. Ο δρόμος είναι διάβαση και όχι κατοίκηση, απ-ουσία και όχι ίχνος, κενότητα και όχι νόημα, άνοιγμα.
THE SELF CRITICISM OF SCIENCE - ALEXIS KARPOUZOSalexis karpouzos
The neoteric human being is now being cut off from the order of nature and establishes itself as the rationally re- flecting and acting subject which is now posited against the object of its cognitive and practical activity. Civiliza- tion is constituted as the product of human activity, as an artifact and technical construct. iWth this development, human civilization is transformed to a ‘quasi nature’, aim- ing to correct and replace nature, and man assumes the nature of a technical existence. By ‘technical existence’ we mean the prevalence of a one-dimensional image of the human person as the producer of rational hypotheses and interpretations and the downgrading and degrada- tion of the non-rational element of human existence, i.e. the radical imagination as a creative capacity, which forms the a priori condition and prerequisite for social activity. This constitutive element of the modern world (man, as the producer of rational hypotheses) and its ar- ticulation with the ideology of techno-scientific progress and the evolution of the machine that transforms the methods and theories of natural sciences, arming these with new tools and constantly renovating their research and experimental capabilities, finally led to the replace- ment of religious and metaphysical dogmas by the blind faith to the dogma of technical and scientific progress.
If physics leads us today to a world view which is essentially holistic, it returns, in a way, to its beginning, 2,500 years ago. It is interesting to follow the evolution of Western science along its spiral path, starting from the mystical philosophies of the early Greeks, rising and unfolding in an impressive development of intellectual thought that increasingly turned away from its mystical origins to develop a world view which is in sharp contrast to that of the Far East In its most recent stages, Western science is finally overcoming this view and coming back to those of the early Greek and the Eastern philosophies. This time, however, it is not only based on intuition, but also on experiments of great precision and sophistication, and on a rigorous and consistent mathematical formalism. The parallels to modem physics appear not only in the Vedas of Hinduism, in the I Ching , or in the Buddhist sutras, but also in the fragments of Heraclitus, Parmenides, Plotinus, African-American philosophy, the eastern negative theology, in the Sufism of lbn Arabi, in the holistic spirit of Giordano Bruno and Meister Eckhart, in monadology of Leibniz, in the Absolute Idea of Hegel and Shelling, e.t. All ancient spiritual traditions suggest that the world is a unity and the multiplicity is only apparent. Modern science claims that the visible world of matter and the multiplicity is only apparent, the reality is unseen and invisible. Since different roads the mysticism and the rationalism lead to the same view, the view of the open totality of the world. The mystical insight of spirituality and the rational mind of science leading to the open thought, the wisdom of life. The spiritual experience of oneness conduces to the same insight as reasoning through science. Both convey the insight of fundamental interconnection between ourselves, other people, other forms of life, the biosphere and, ultimately, the universe. Science and spirituality, far from being mutually exclusive and conflicting elements, are complementary partners in the search for the path that can enable humanity to recover its oneness with the world. Science demonstrates the urgent and objective need for it; and spirituality testifies to its inherent value and supreme desirability. We can reason to our oneness in the world, and we can experience our oneness with the world. The time has come to do both, for they are complementary and mutually reinforcing.
Presents a revolutionary new paradigm of Cosmic Thought that bridges the divide between science and spirituality. Discloses the ramifications of non-localized consciousness and how the physical world and spiritual experience are two aspects of the same Cosmos. What scientists are now finding at the outermost frontiers of every field is overturning all the basic premises concerning the nature of matter and reality.
Το δομικό πρότυπο της ιστορίας, κατά την ελληνική αρχαιότητα,
από τον Πλάτωνα έως τους Στωικούς, υπήρξε κυκλικό. Με
το πρότυπο αυτό χαρακτηρίζεται η ιστορική συνέχεια, η
περιοδικότητα της ιστορίας. Με τον Αυγουστίνο, η μεσαιωνική
σκέψη εξέφρασε την ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη της ιστορίας.
Το δομικό πρότυπο αυτής της αντίληψης ήταν ευθύγραμμο,
που μπορεί να παρασταθεί με μια γραμμή τεθλασμένη και το
οποίο εκφράζει την ιστορική ασυνέχεια. Ο Hegel επιχείρησε να
συνθέσει τα δύο αντιφατικά πρότυπα, τα οποία εκπροσωπούν
δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την ιστορία, με ένα δομικό
πρότυπο που μπορεί να χαρακτηριστεί ελικοειδές. Η ανοιχτή
σκέψη, η σκέψη του ανοιχτού χωροχρόνου, μπορεί να
κατοπτρισθεί με ένα δομικό πρότυπο σπειροειδές.
1. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ JAMES JOYCE
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ
Στο βιβλίο του για τον Ulysses and Finnegans Wake (Derrida 19871) ο
Jacques Derrida αφηγείται πώς ο James Joyce (1882–1941) ήταν παρών στο
πρώτο του βιβλίο, The Introduction to Husserl’s Origin of Geometry (1962),
και παρών ξανά σε ένα βασικό δοκίμιο, Plato’s Pharmacy, που δημοσιεύτηκε
για πρώτη φορά το 1968 (βλ. Derrida 1981: 67–171). Ο Derrida επιβεβαιώνει
περαιτέρω τη σημασία του Joyce για την κατανόηση των έργων του, Glas
(1974) και The Postcard (1980).
Σε αντίθεση με τη μονοφωνία νοήματος του Husserl, ο Derrida θέτει τη
«γενικευμένη διαφορική φύση του νοήματος» του Joyce (Derrida 1987: 28).
Το «φαρμακείο του Πλάτωνα», από την πλευρά του, αναφέρεται στον Θωθ
(παρών στο Finnegans Wake), τον Αιγύπτιο θεό της γραφής, που λέγεται από
τον Πλάτωνα ότι ήταν ο εφευρέτης μιας ψευδούς μνήμης: η μνήμη ως
μνημονική τέχνη (σε αντίθεση με τη ζωντανή μνήμη). Ο Thoth θα ήταν παρών
ως η έμπνευση της μνημονικής διαδικασίας του Joyce όπου μπορεί να
δημιουργηθούν σύνδεσμοι μεταξύ των πιο απίθανων στοιχείων. Για μια τέτοια
διαδικασία, το ζητούμενο δεν είναι να παραχθεί το ίδιο το πράγμα στη μνήμη,
αλλά να παραχθεί μια διαδικασία που θα έκανε δυνατή την ανάκληση. Ο
Πλάτωνας, στον Φαίδρο, αποκαλεί τη μνημονική τέχνη ελαττωματική μνήμη
χωρίς να φαίνεται να αναγνωρίζει ότι δεν θα ήταν απαραίτητο αν η μνήμη δεν
ήταν ήδη ελαττωματική. Η μνημονική, επομένως, είναι μια επιβεβαίωση της
αυθαίρετης φύσης του σημείου όπως προτείνεται από τον Saussure. Το Glas,
H ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ JAMES JOYCE
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ
2. λέει ο Derrida, είναι επίσης ένα είδος αφύπνισης, αυτή τη φορά, με την έννοια
του πένθους. Τέλος, ο Derrida ισχυρίζεται ότι το The Postcard είναι
«στοιχειωμένο από τον Joyce»: «[I]t είναι πάνω από όλα το μοτίβο του
Βαβελιανού, το οποίο έχει εμμονή με τον Envois (Derrida 1984: 151) — με την
έννοια, μεταξύ άλλων: το νόημα ως πολλαπλότητα των φωνών, που σημαίνει
όπως πάντα ανοιχτό.
Η αναφορά στον Derrida μας υπενθυμίζει ότι εκτός από θεμελιώδη επιρροή
στη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική κριτική στον αγγλόφωνο κόσμο και αλλού,
ο Joyce υπήρξε επίσης η έμπνευση για νέες ιδέες στον εικοστό αιώνα, για μια
νέα κατανόηση της γραφής: μια δύναμη που έχει επιφέρει μια
επαναξιολόγηση της σχέσης τέχνης και πραγματικότητας. Και πάλι, η
αναφορά στον Derrida μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν λίγοι φιλόσοφοι ή
συγγραφείς στο τελευταίο μέρος του εικοστού αιώνα που –είτε συνειδητά είτε
ασυνείδητα– δεν έχουν αγγίξει τον Joyce. Παρόλο που ο Τζόις έγραψε μια
σειρά από σημαντικά έργα –όπως Dubliners και A Portrait of the Artist
as a Young Man– εκτός από το Ulysses and Finnegans Wake, η εστίαση εδώ
θα είναι κυρίως στα δύο τελευταία κείμενα, καθώς είναι αυτά που είχαν τη
μεγαλύτερη επίδραση στη σκέψη και τη γραφή.
Ο Οδυσσέας είναι φαινομενικά μια καθημερινή ημέρα (16 Ιουνίου 1904) στη
ζωή της Μόλι και του Λεοπόλντ Μπλουμ, που παρουσιάζεται στο πλαίσιο της
δημοφιλούς, ρωμανικής εκδοχής του ποιήματος του Ομήρου και περιέχει, σε
μετατοπισμένη μορφή, βιογραφικά στοιχεία καθώς και πολλές λεπτομέρειες
που προέρχονται από την ιστορία του Δουβλίνου και την ιστορία της αγγλικής
λογοτεχνίας (π.χ. Σαίξπηρ). Ενώ είναι αλήθεια ότι το ποίημα του Ομήρου και η
βιογραφία του Joyce παρέχουν στον αναγνώστη σχετικά σταθερά σημεία
αναφοράς σε σχέση με τα οποία μπορούν να γίνουν κατανοητές πολλές από
τις λεπτομέρειες του μυθιστορήματος, το ενδεχόμενο είναι επίσης μια βασική
πτυχή εδώ. Το ενδεχόμενο γοήτευσε τον Baudelaire, θα πρέπει να θυμηθούμε,
και του έδωσε μια ιδέα για τη φύση μιας πραγματικά σύγχρονης εμπειρίας με
επίκεντρο τη συνείδηση. «Το να είσαι μακριά από το σπίτι και όμως να νιώθεις
σαν στο σπίτι σου» — αυτό, σύμφωνα με τον Baudelaire, διέκρινε τη
σύγχρονη εμπειρία από όλες τις άλλες (Baudelaire). Εδώ, το να είσαι μακριά
από το σπίτι σημαίνει να ανοίγεσαι στο νέο και το εφήμερο, το φευγαλέο και
το παροδικό. Πριν από τη νεωτερικότητα, η εμπειρία θα μπορούσε να είναι
«οικιακή» — δηλαδή προβλέψιμη και οικεία. Η σύγχρονη εμπειρία, λοιπόν,
έρχεται αντιμέτωπη, αν δεν την αναζητά ενεργά (όπως έκανε ο Μπωντλαίρ),
3. με το απρόβλεπτο, το ανοίκειο, την αλλαγή και την καινοτομία. Το να είσαι στο
σπίτι, αντίθετα, σημαίνει να υπάρχεις σε ένα κλειστό σύστημα, όπου πάντα
κυριαρχεί η ισορροπία και η επανάληψη (του οικείου) και το νέο αποκλείεται ή
καταπιέζεται.
Πώς μπορεί να εφαρμοστεί ένα πλαίσιο Μπωντλαίρ στον Οδυσσέα του Joyce,
όταν, μιλώντας για το μυθιστόρημα, μόλις δείξαμε τον Όμηρο και τη
βιογραφία ως δύο σταθερά –και αρκετά «σπιτικά» σημεία αναφοράς; Μια
προσπάθεια απάντησης σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δώσει μια
βαθύτερη κατανόηση του έργου του Joyce εδώ.
Ενώ η Οδύσσεια του Ομήρου — καθώς και ο Καθολικισμός — παρέχει ένα
είδος αγκύρωσης για το κείμενο. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο και σχετικό
στον Όμηρο έναντι του Joyce, είναι ότι ο ήρωας της Οδύσσειας φεύγει από το
σπίτι, περιπλανιέται, ακολουθεί απροσδιόριστες τροχιές, ακόμα κι αν, στο
τέλος, αγωνίζεται κι αυτός να επιστρέψει. Έτσι είναι και με τον Leopold
Bloom. Φεύγει από την 7 Eccles Street επιστρέφοντας μόνο στο τέλος του
μυθιστορήματος, μια επιστροφή που δεν είναι σε καμία περίπτωση
προβλέψιμη. Πράγματι, εκτός από τον τίτλο (αυτό που ο Genette θα ονόμαζε
«παρακείμενο») και τη δομή, δεν είναι ορατή καμία άλλη ρητή υπενθύμιση του
Ομήρου — ο Joyce έχει σβήσει τους τίτλους των ομηρικών κεφαλαίων στην
οριστική έκδοση του μυθιστορήματος. Μεγάλο μέρος του Οδυσσέα, λοιπόν,
είναι «σύμπτωση συνάντησης, συζήτησης, χορού υπαινιγμοί του φευγαλέου
αύριο, οι βραδινοί αργόσχολοι επισκέπτες, ολόκληρος ο γαλαξίας των
γεγονότων» (Joyce 1986: 528), γεγονότα που χρησιμεύουν για να κάνουν
«μια μινιατούρα του κόσμου στον οποίο ζούμε» (Joyce 1986: 528). Η
πιθανότητα παίζει ρόλο λοιπόν. Η γραφή του Joyce βρίσκεται ουσιαστικά στο
σημείο όπου συμπίπτουν οι πιθανότητες — ή το ενδεχόμενο — και η δομή.
Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά του στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα —
και σίγουρα στην αγγλόφωνη εκδοχή της.
Το πρόβλημα της γραφής που είναι εμφανές σε ένα κείμενο όπως ο Οδυσσέας
είναι το πώς να δώσεις μια λογοτεχνική — γραπτή — μορφή στην τύχη και
στο ενδεχόμενο. με άλλα λόγια, στα γεγονότα του εδώ και τώρα. Η Kristeva
αποκάλεσε αυτή την πτυχή της γραφής του Joyce «αποκάλυψη» — με την
οποία εννοεί ότι το κείμενο είναι μια γραφή αυτού που δεν μπορεί να
προβλεφθεί από μια (συμβολική) δομή ή πλαίσιο. Αυτό μπορεί να φαίνεται
περίεργο να ειπωθεί, δεδομένου ότι η γραφή του Joyce φαίνεται να
ασχολείται με την ίδια την κοινοτοπία της ύπαρξης, δηλαδή με εκείνα τα
4. πράγματα που φαίνονται να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από το εξωτικό
ή το ηρωικό.
Η αφήγηση του Οδυσσέα είναι μια σειρά από τυχαίες συναντήσεις. Η ζωή των
ηρώων και η συμπεριφορά του έχει σχεδόν ενδεχομενικό χαρακτήρα και λέμε
«Σχεδόν» — γιατί το κείμενο πρέπει να γραφτεί. Η ασήμαντη απρόβλεπτη
λεπτομέρεια πρέπει να μετατραπεί σε σημάδι, ώστε στη συνέχεια να
εγκαταλείψει ένα μέρος της εφήμερης ιδιότητάς της και να κοινοποιηθεί, που
γίνεται μέρος του ίδιου του μυθιστορήματος του Joyce. Για να αποφευχθεί ο
χαρακτηρισμός σε αποσπάσματα όπως αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω από
το να παραμείνει καθαρός κατάλογος, προκύπτουν δύο στρατηγικές: (1) η
ανάπτυξη μιας ελάχιστης αφηγηματικής δομής. και (2) η ανάπτυξη ενός
συγκεκριμένου στυλ. Για τον Joyce, το στυλ κάνει τις λέξεις — ή
συγκεκριμένες μονάδες γραφής, όπως φράσεις — να μετρούν από μόνες τους
στη σχέση τους με άλλες λέξεις. Η ποίηση είναι η απόλυτη παρουσίαση ενός
ύφους με αυτή την έννοια. Εάν ο Όμηρος σχηματίζει ένα δομικό ή
αφηγηματικό σκηνικό στον Οδυσσέα, αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ως μια
ανοιχτή δομή που μπορεί να φιλοξενήσει μια σχεδόν άπειρη σειρά
περιεχομένων. Και λίγοι σχολιαστές απέτυχαν να παρατηρήσουν την ποιητική
ποιότητα της γραφής του Joyce — ο μονόλογος της Μόλι Μπλουμ στο
τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα. Λιγότεροι,
ωστόσο, μπόρεσαν να συνδέσουν το στυλ του Joyce με το πρόβλημα της
γραφής που αντιμετώπιζε. Το στυλ είναι η απάντηση του Joyce στο πρόβλημα
του πώς μπορεί να εμφανιστεί το ενδεχόμενο στο μυθιστόρημα. Έτσι, ενώ οι
ρεαλιστές συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα εργάζονταν για να κάνουν
τις ενδεχόμενες λεπτομέρειες να φαίνονται απαραίτητες για το σύνολο του
αφηγηματικού ιστού του μυθιστορήματος, η στρατηγική του Joyce, αντίθετα,
είναι να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την πιθανότητα της αφήγησης κάνοντας την
ενδεχόμενη λεπτομέρεια σχετικά αυτόνομη, υποταγμένη στο τίποτα. εκτός
από τη δική της (ποιητική) ύπαρξη.
Για μια ευαισθησία του δέκατου ένατου αιώνα, ο Joyce κάνει το αδύνατο:
θεμελιώνει τα μυθιστορήματά του πάνω στο ενδεχόμενο και την
απροσδιοριστία. Η απροσδιοριστία προκύπτει ακριβώς επειδή μια πλήρης
αφηγηματική δομή, βασισμένη σε μια λογική αιτιότητας, είναι μόνο εν μέρει
ορατή. Γεγονότα που συμβαίνουν τυχαία, απρόβλεπτα και απρόσμενα, δεν
έχουν διακριτή και σαφή προέλευση. Ο Joyce αναπτύσσει την προφορική,
ενεργητική και πραγματωμένη πλευρά της γλώσσας (parole), παρά την
5. αφηρημένη πλευρά του γλωσσικού συστήματος, σύμφωνα με την ορολογία
του Saussure. Ως τυχαίο, τα γεγονότα ομιλίας-πράξεως (ομιλιακά ενεργήματα)
είναι, κατ’ αρχήν, μοναδικά και ανεπανάληπτα εκφωνήματα. Αψηφούν τη
λογική της αιτιότητας. Αυτό είναι που κάνει την αφήγηση απροσδιόριστη και
και τις αντιδράσεις των ηρώων απροσδόκητες. Η κλασική αφήγηση του
δέκατου ένατου αιώνα ακολουθεί την αρχή της αιτιότητας ως αληθοφάνεια
κατά γράμμα. Όλα έχουν λόγο και υπάρχει λόγος για όλα. Αν και ο Joyce
προσυπογράφει εν μέρει την αληθοφάνεια στον Οδυσσέα, το μεγαλύτερο
μέρος του μυθιστορήματος — η πιο καινοτόμος πτυχή του — το αψηφά.
Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη θέση του Joyce εδώ σαρώνεται στο
Finnegans Wake.
Ο Οδυσσέας, όπως διακήρυττε συνεχώς ο Joyce είναι η «ιστορία» της ημέρας.
Με αυτό δεν εννοούσε απλώς ότι τα γεγονότα του μυθιστορήματος
διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ούτε εννοούσε μόνο ότι η
όραση είναι η κυρίαρχη αίσθηση που χρησιμοποιείται στο έργο. Προσπάθησε
επίσης να κάνει γνωστό ότι, όσον αφορά τη σύνταξη, τη γραμματική, το
λεξιλόγιο και τη δομή των προτάσεών του, ο Οδυσσέας είναι απόλυτα
ευανάγνωστος. Σε άμεσο επίπεδο, δηλαδή, ο Οδυσσέας επικοινωνεί με τον
αναγνώστη. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι διακυβεύεται στο Finnegans
Wake, πρώτα απ’ όλα επιστρέφουμε σε ένα βασικό απόσπασμα στον
Οδυσσέα. Σε αυτό, ο Stephen Dedalus στοχάζεται ένα θέμα που είναι επίσης
σημαντικό για τον Όμηρο, δηλαδή τη φύση της πατρότητας, η «πατρότητα»
λέει ο Stephen, «μπορεί να είναι μια νομική φαντασία. Ποιος είναι ο πατέρας
οποιουδήποτε γιου;» (Joyce 1986: 170). Ο Στίβεν οδηγεί στην ιδέα ότι η
πατρότητα επικαλύπτεται από αβεβαιότητα γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι
απολύτως σίγουρος για το ποιος είναι ο πατέρας του. Επίσης μέσω της αρχής
του πατέρα δίνεται ένα όνομα (όνομα Πατρός), και έτσι η προαναφερθείσα
αβεβαιότητα μετατρέπεται σε αβεβαιότητα ως προς την ίδια την ταυτότητα
κάποιου.
Όπως έχει τονίσει η ψυχανάλυση, η αρχή του πατέρα είναι κρίσιμη για την
επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας. Η αρχή του πατέρα, λοιπόν, είναι η
αρχή του προσδιορισμού, του νοήματος και της αιτιότητας. Ο Joyce
αμφισβητεί αυτήν την αρχή στο Finnegans Wake αποδίδοντας στο νόημα την
ρευστή και απρόσμενη φύση του. Η σκηνή που του δίνει τη δυνατότητα να το
κάνει αυτό είναι η νύχτα — ο κόσμος των ονείρων. Μια τεχνική που
χρησιμοποιεί είναι η συγκόλληση: συνδυάζοντας λέξεις και φράσεις ώστε να
6. γίνουν διφορούμενες. Οι πιθανές έννοιες πολλαπλασιάζονται — όπως
συμβαίνει με το «meanderthalltale» (Joyce 1939: 19), το «autoutativeness»
(Joyce 1939: 112), το «chaosmos» (Joyce 1939: 118) και το «continuarration»
(Joyce 1939: 2). να ονομαστεί, σύμφωνα με το Finnegans Wake, μια
«πολυγλωσσική» τεχνική (Joyce 1939: 117). Επιπλέον, βρίσκουμε τι
συμβάλλει στη διαδικασία παραμόρφωσης ή «στρέβλωσης» (Joyce 1939:
497) (= έργο σε εξέλιξη): μια γραφή που χρησιμοποιεί ρυθμούς, επιτονισμούς
και διαμορφώσεις για να αποδώσει ρευστά όλες τις σταθερές επικοινωνιακές
μορφές. Ωστόσο, το να αποδίδεις νοήματα ρευστά δεν σημαίνει ότι το κείμενο
δεν έχει νόημα. Πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε το καταπιεσμένο
σημειωτικό (Kristeva) επίπεδο της γλώσσας. Μόλις βυθιστεί στο κείμενο, ο
αναγνώστης, συχνά διαπιστώνει ότι η κριτική του συνηθισμένου είδους –όπου
ο κριτικός σχολιάζει το κείμενο– γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν δεν καταστεί
αδύνατη. Εν ολίγοις, γίνεται δύσκολο να αντικειμενοποιηθεί το Finnegans
Wake, αυτό ακριβώς για το οποίο η «αρχή του πατέρα» θα ήταν η
προϋπόθεση.
Ερωτήματα, λοιπόν, για το τι συμβαίνει στο μυθιστόρημα, ποιοι είναι οι κύριοι
πρωταγωνιστές, ποιος είναι ο πραγματικός ονειροπόλος που ονειρεύεται,
είναι αδύνατο να απαντηθούν με βεβαιότητα, αν και πολλοί το έχουν
προσπαθήσει. Ο ίδιος ο Joyce προέβλεψε ότι με το Finnegans Wake, είχε
θέσει στους κριτικούς ένα έργο που θα διαρκούσε για τριακόσια χρόνια. Ένας
τέτοιος ισχυρισμός είναι παραπλανητικός –τουλάχιστον από μία άποψη– γιατί
καταστέλλει την πιθανότητα ότι, τελικά, το Finnegans Wake είναι ένα
απροσδιόριστο κείμενο, το οποίο, ως εκ τούτου, δεν έχει τελικό νόημα ή
σημασίες. Μάλλον, η ποιητική του λειτουργία καθιστά το νόημα
απροσδιόριστο, αμφισβητεί οριστικά τον πατέρα. Είναι ανάλογο της αρχής ότι
δεν υπάρχει ουσιαστικός πυρήνας στη γλώσσα — μόνο ένα σύστημα
διαφορών.