1. 1
«Το Αρνίο
και το Θηρίο»
3o Γενικό Λύκειο Ξάνθης Σχολικό έτος 2010-2011 Επιμέλεια: Στεργίου Αντώνης ,ΠΕ 02
2. 2
“Σο αρνίο και το κθρίο” Ο μφκοσ του ιςχυροφ και του αδφναμου από το θρωικό ζποσ του Ηςίοδου ωσ τθν Κυπριακι εμπειρία του εφζρθ.
Με αφετθρία «Το τετράδιο τθσ Μυκολογίασ», μια από τισ πρϊτεσ δθμοςιεφςεισ του Κϊςτα Μπαλάςκα,1 αποφαςίςαμε να διερευνιςουμε τον αιϊνιο μφκο του ιςχυροφ και του αδφναμου. Η αντικετικι αυτι ςχζςθ ‘δφναμθσ – αδυναμίασ’ ςυνδζεται με τθν ζλλειψθ δικαιοςφνθσ ςτον κόςμο αυτό και με τθν ελπίδα αποκατάςταςισ τθσ ςτον άλλο κόςμο, όπωσ επαγγζλλονται οι μεγάλοι μεταφυςικοί μφκοι και οι περιςςότερεσ κρθςκείεσ. Εμείσ βριςκόμαςτε ςε μια θλικία που κζλουμε να ηιςουμε το δικό μασ ‘επίγειο μφκο’, που ςυνειδθτοποιοφμε τθν αδυναμία μασ και διψάμε ταυτόχρονα για δφναμθ, που καταλαβαίνουμε πωσ για τθν ‘ελευκερία’ μασ εκτόσ από ‘αρετι’ χρειαηόμαςτε και ‘τόλμθ’, που αιςιοδοξοφμε να αποκαταςτιςουμε τθ ςχζςθ ‘αδυναμίασ – δφναμθσ’ εντόσ των ςτενϊν ςυνόρων που μασ επιβάλλονται. Ξεκινιςαμε να αναηθτάμε ‘το αρνίο και το κθρίο’ ςτα ςτενά ςφνορα των ςχολικϊν εγχειριδίων και το εντοπίςαμε ςτθν Καινι Διακικθ, ςτον Θουκυδίδθ, ςτον Σολωμό και ςτον Σοφοκλι, ςτα Δθμοτικά τραγοφδια και ςτον Σεφζρθ. Ζξω από αυτά τα ςφνορα, το εντοπίςαμε ςτον Ηςίοδο και ςτον Ρλάτωνα. Το αποτζλεςμα ιταν να προςεγγίςουμε το κζμα…διακεματικά, μζςα από το ζποσ και το δράμα, τθ φιλοςοφία και τθν ιςτοριογραφία, τθ χριςτιανικι κρθςκεία και τθν νεοελλθνικι ποίθςθ.
Τον τίτλο τθσ εργαςίασ μασ μάσ τον χάριςε θ Αποκάλυψθ του Ιωάννου, ζνα μοναδικό ςτο είδοσ του βιβλίο τθσ Καινισ Διακικθσ, ςτο οποίο ο Ιωάννθσ εξόριςτοσ ςτθν Ράτμο ςτα τζλθ του 1ου μ.Χ αιϊνα μασ παρουςιάηει μια νζα κζαςθ τθσ ιςτορίασ προσ τα ζςχατα με κζντρο το «εςφαγμζνον αρνίον», που δεν είναι άλλοσ από τον ςταυρωμζνο και αναςτθμζνο Ιθςοφ Χριςτό. Το κακό, το ‘κθρίο’, γιγαντϊνεται ςυνεχϊσ μζςα ςτον κόςμο και αντιςτρατεφεται το ζργο του Θεοφ, πείκοντασ μάλιςτα τουσ ανκρϊπουσ να το ακολουκιςουν και να το λατρζψουν. Σε τελευταία ανάλυςθ το μινυμα τθσ Αποκάλυψθσ είναι αιςιόδοξο και ελπιδοφόρο, κακϊσ θ φκορά και θ παραμόρφωςθ που υπζςτθ ο κόςμοσ από υπαιτιότθτα του ανκρϊπου λειτουργοφν ωσ κάκαρςθ του παλαιοφ κόςμου και ωσ ζνα προςκλθτιριο μετάνοιασ για τουσ ανκρϊπουσ.
Αποκάλυψθ Ιωάννου, 5 & 13, frg.
Είδα τότε μπροςτά ςτο κρόνο να ςτζκεται ζνα Αρνίο. Ζμοιαηε να το ζχουν κυςιάςει. Είχε εφτά κζρατα και εφτά μάτια- αυτά είναι τα εφτά πνεφματα του Θεοφ που αποςτζλλονται ς’ όλθ τθ γθ. To Αρνίο πιγε και πιρε το κυλινδρικό βιβλίο από το δεξί χζρι εκείνου που κάκεται ςτο κρόνο. Ύςτερα είδα και άκουςα μια χορωδία γφρω από το κρόνο που ζλεγε με δυνατι φωνι:
« Το Αρνίο που θυςιάςτηκε είναι άξιο
να λάβει δφναμη, πλοφτο και ςοφία,
ιςχφ, τιμή , δόξα κι ευλογία»
Κι φςτερα άκουςα όλα τα πλάςματα του ςφμπαντοσ ςτον ουρανό, ςτθ γθ, κάτω από τθ γθ και μζςα ςτθ κάλαςςα, όλα αυτά τ’ άκουςα να υμνολογοφν:
« Αυτόσ που κάθεται ςτο θρόνο
και το Αρνίο
να ‘ναι για πάντα ευλογημζνοι,
τιμημζνοι,
δοξαςμζνοι και ιςχυροί»
Στάκθκα τότε ςτθν ακροκαλαςςιά. Και είδα να ανεβαίνει από τθ κάλαςςα ζνα κθρίο με δζκα κζρατα και εφτά κεφάλια. Κι όλθ θ οικουμζνθ καφμαςε και ακολοφκθςε το κθρίο, γιατί είχε δφναμθ, κρόνο και μεγάλθ εξουςία. Ρροςκυνοφςαν το κθρίο και ζλεγαν:
«Ποιοσ μπορεί να παραβγεί με το θηρίο και ποιοσ μπορεί να πολεμήςει εναντίον του;»
Ύςτερα είδα ζνα άλλο κθρίο να βγαίνει από τθ ςτεριά. Είχε δφο κζρατα που ζμοιαηαν του αρνιοφ και θ φωνι του ζμοιαηε με φωνι δράκοντα. Ραραπλανοφςε τουσ κατοίκουσ τθσ γθσ προτρζποντάσ τουσ να καταςκευάςουν ζνα άγαλμα του κθρίου.
1 Κώστας Μπαλάσκας: σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, μέλος της συντακτικής ομάδας των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και δάσκαλος της Δραματικής Σχολής Αθηνών.
3. 3
Το κζμα τθσ εργαςίασ μασ, παλιό όςο και ο κόςμοσ, το παρουςιάηει ωσ μφκο ο Ηςίοδοσ ςτο ποίθμά του «Έργα και Ημζραι». Είναι ο μφκοσ του αθδονιοφ που ςπαράηει ςτα νφχια του γερακιοφ. Ρριν από το μφκο αυτό, ο Βοιωτόσ Ηςίοδοσ των μζςων του 8ου π.Χ αιϊνα αναφζρεται ςτον μφκο των πζντε ανκρϊπινων γενεϊν, τθσ ‘παραδειςζνιασ’ χρυςισ εποχισ, τθσ αργυρισ, τθσ χάλκινθσ, τθσ θρωικισ και τθσ ςιδερζνιασ, τθσ δικισ του δθλαδι, με τα πολλά δεινά, όπου χάκθκε παντελϊσ ο φόβοσ του κεοφ, θ πίςτθ, θ τιμι , θ ντροπι, όπου θ δφναμθ κρίνει το δίκαιο, κακϊσ θ Αιδϊσ και θ Νζμεςισ παράτθςαν τουσ ανκρϊπουσ και πιγαν ςτον Πλυμπο. Μζςα ς’ αυτόν το χαλαςμζνο κόςμο, διδακτικόσ και βιοςοφικόσ ο Ηςίοδοσ προςπακεί να ςυμβουλεφςει το ςωςτό και το δίκαιο, να επαναφζρει τον αδερφό του Ρζρςθ, ςτον οποίο απευκφνεται, αλλά και όλουσ τουσ ανκρϊπουσ ςτον ίςιο δρόμο. Λζει ο Ηςίοδοσ:
Σϊρα κα πω ζνα μφκο ςτουσ βαςιλιάδεσ όλουσ, όςο κι αν είναι γνωςτικοί. Να τι είπε ζνα γεράκι ςε πλουμιςτό αθδόνι, ςαν το άρπαξε ςτα νφχια του κι απάνω το τραβοφςε κατά τα ςφννεφα κι εκείνο ζκλαιγε ςπαραχτικά, τρυπθμζνο από του γερακιοφ τα νφχια τα γαμψά. Λζει λοιπόν το γεράκι: Μθν κλαισ δυςτυχιςμζνο, ζνασ πολφ πιο δυνατόσ ςου ςε κρατάει. Θα πασ όπου ςε πάω κι ασ είςαι και τραγουδιςτισ. Θζλω ςε κάνω βραδινό μεηζ, κζλω ς’ αφινω. Κι άμυαλοσ όποιοσ μάχεται με δυνατότεροφσ του. Χάνει τθ νίκθ και του μζνει μονάχα ντροπι και πόνοσ .
And now I will tell a fable for princes who themselves understand. Thus said the hawk to the nightingale with speckled neck, while he carried her high up among the clouds, gripped fast in his talons, and she, pierced by his crooked talons, cried pitifully. To her he spoke disdainfully: `Miserable thing, why do you cry out? One far stronger than you now holds you fast. and you must go wherever I take you, songstress as you are. And if I please I will make my meal of you, or let you go. He is a fool who tries to withstand the stronger, for he does not get the mastery and suffers pain besides his shame.'
Ο Ηςίοδοσ λοιπόν βλζπει τα πράγματα από τθ ςκοπιά του δυνατοφ – του γερακιοφ και τα λζει ςτθν πεκερά – ςτουσ βαςιλιάδεσ για να τα ακοφςει θ νφφθ- το αθδόνι, ο αδφναμοσ λαόσ , και να κάτςει ςτα αυγά του. Τθ μοίρα του αθδονιοφ τθν ορίηουν οι δυνατοί, τα γεράκια. Το αθδόνι, βζβαια, δε φταίει ςε τίποτε. Οφτε προκαλεί κανζναν οφτε αντιςτζκεται οφτε καν διαμαρτφρεται. Μόνο κλαίει και παρακαλεί. Το μόνο ςφάλμα του είναι ότι γεννικθκε αθδόνι και ότι βρζκθκε ςτο μάτι του γερακιοφ. Κςωσ και ότι τραγουδάει και τόςο όμορφα…
4. 4
Σαν γεράκι που κινδυνεφει να χάςει από τα γαμψά του νφχια το αθδόνι μιλάει ο Κρζοντασ προσ το χορό των Θθβαίων γερόντων ςτθν «Αντιγόνθ» του οφοκλι. Ο Κρζοντασ, όπωσ και πολλοί άλλοι ςυντθρθτικοί των μζςων του 5ου αιϊνα, μαίνεται εναντίον τθσ αφξθςθσ του κεφαλαίου και του εμπορίου μεταξφ των πολιτϊν, που είχε καταςτρζψει τθν κατοχι του πλοφτου και τθσ εξουςίασ ωσ δικαίωμα κάποιων από τθ γζννθςι τουσ και μόνο, πράγμα που απζβαινε εισ βάροσ τθσ δικισ τουσ κλθρονομικισ και κατοχυρωμζνθσ κζςθσ.
Σοφοκλι, Αντιγόνθ, ςτ. 296-302. Δε φφτρωςε χειρότερθ καμιά εφεφρεςθ ςτον κόςμο ςαν το χριμα. Αυτό γκρεμίηει πόλεισ, ανκρϊπουσ ξεςπιτϊνει, δαςκαλεφει και πλανεφει το φρόνιμο μυαλό να κυνθγάει τθσ ντροπισ τα ζργα. Από τθ ςκοπιά του γερακιοφ προςπακεί να εξθγιςει τα πράγματα ο Κρζοντασ ςτον γιο του τον Αίμονα:
Σοφοκλι, Αντιγόνθ, ςτ. 732- 744 ΚΡ. Μιπωσ δεν πιάςτθκε ςε τζτοιο κρίμα αυτι; ΑΙ. Σ' όλθ τθ Θιβα δε λζνε κάτι τζτοιο. ΚΡ Η πόλθ κα μασ πει τι κα διατάηουμε; ΑΙ. Βλζπεισ πωσ τϊρα μίλθςεσ ςαν παιδάκι; ΚΡ. Μαηί με άλλον κα κυβερνάω τθ χϊρα; ΑΙ. Δεν υπάρχει χϊρα που να 'ναι μόνο ενόσ. ΚΡ. Δεν είναι θ πόλθ εκείνου που κυβερνάει; ΑΙ. Καλά κα κυβερνοφςεσ κάποια ζρθμθ χϊρα. ΚΡ. Τοφτοσ με τθ γυναίκα ςυμμαχεί λοιπόν. ΑΙ. Αν είςαι γυναίκα. Γιατί για ςζνα νοιάηομαι. ΚΡ. Ντροπι ςου που κρίνεισ τον πατζρα ςου! ΑΙ. Οφτε το δίκαιο κάνεισ οφτε το ςωςτό. ΚΡ. Είναι λάκοσ που τιμάω τισ αρχζσ μου;
Η αιϊνια πάλθ ανάμεςα ςτο κράτοσ και ςτο άτομο, ανάμεςα ςτον δυνατό και τον αδφναμο φαίνεται κακαρά από τθ ςτάςθ που κρατοφν απζναντι ςτθν επαναςτατθμζνθ Αντιγόνθ θ Ιςμινθ και ο Κρζοντασ και από τισ αντιδράςεισ τθσ Αντιγόνθσ προσ αυτοφσ: Σοφοκλζουσ, Αντιγόνθ , ςτ. 58-68
ΙΜ. Τϊρα κι εμείσ, αν παρακοφςουμε το νόμο, τισ διαταγζσ και απειλζσ του τυράννου, ςκζψου τι καταςτροφι μασ περιμζνει. Ρρζπει να νιϊςεισ πωσ είμαςτε γυναίκεσ και δεν μποροφμε μ' άντρεσ να τα βάλουμε. Κι αφοφ μασ κυβερνοφνε δυνατότεροι, αυτά πρζπει να υπακοφμε και χειρότερα. Εγϊ λοιπόν ηθτάω ςυγνϊμθ απ' τουσ νεκροφσ και κα υπακοφςω ςε κείνουσ που κυβερνοφν. Το παραπάνω είναι παραφροςφνθ. …. Αλλά κα προςπακιςεισ τϋ ακατόρκωτα… ΑΝΣ. Μόνο αν δεν ζχω πια δφναμθ κα ςταματιςω. ΙΜ. Ποτζ δεν πρζπει τϋ άπιαςτα να κυνθγάσ. ΑΝΣ. Αν ςυνεχίςεισ να μιλάσ ζτςι, κα ςε μιςιςω κι εγϊ κι ο νεκρόσ , όταν κα πασ κοντά του. Άςε με. Όςο για τθν αποκοτιά μου, είναι δικό μου πρόβλθμα. Πμωσ τουλάχιςτον κα ξζρω πωσ δεν πάω ντροπιαςμζνθ. ΙΜ. Αν το νομίηεισ ςωςτό, καν’ το. Αλλά να ξζρεισ, κάνεισ τρζλα, όςο κι αν τον αγαπάσ. Σοφοκλζουσ, Αντιγόνθ, ςτ 473-509 fg ΚΡ. Μα ξζρε πωσ τα πείςματα τα πιο ςκλθρά λυγίηουν, ακόμα ωσ κι αυτό τ' ατςάλι που είναι ψθμζνο ςτθ φωτιά μπορείσ να το δεισ να ραγίηει και να κόβεται ςτα δφο. Ξζρω πωσ και τα πιο άγρια άλογα μ' ζνα μικρό χαλινάρι μπορείσ να τα δαμάςεισ. Ποτζ δε μπορεί να ςθκϊνει κεφάλι εκείνοσ που είναι δοφλοσ ςε άλλουσ. Και το ιξερε καλά πωσ με περιφρονεί όταν τισ διαταγζσ μου πιρε αψιφιςτα και τϊρα μασ καυχιζται μ' άλλθ προςβολι και μασ κοροϊδεφει κιόλασ για τθν πράξθ τθσ. Δεν είμαι εγϊ λοιπόν ο άντρασ, αλλά αυτι κα είναι, αν τθν αφιςω να πατάει τουσ νόμουσ δίχωσ τιμωρία. ΑΝΣ. Θεσ τίποτ' άλλο, εκτόσ απ' το να με ςκοτϊςεισ; ΚΡ. Τίποτ' άλλο, πράγματι. Αν ζχω αυτό, τα ζχω όλα. ΑΝΣ. Τι κάκεςαι λοιπόν; Όπωσ τα δικά ςου λόγια δε μου αρζςουν, οφτε και κα μ' αρζςουν, ζτςι και ςζνα τα δικά μου ς' ενοχλοφν. Δόξα δεν περίμενα λαμπρότερθ απ' το να κάψω τον αγαπθμζνο μου. Το ίδιο κα 'λεγαν και όλοι τοφτοι εδϊ, αν δεν τουσ βοφλωνε το ςτόμα ο φόβοσ. Μα θ τυραννία γι' αυτό το λόγο επικρατεί, γιατί μπορεί να λζει και να κάνει ό,τι κελιςει. ΚΡ. Μόνο εςφ, ανάμεςα ς' όλουσ αυτοφσ, ζχεισ αυτι τθν άποψθ. ΑΝΣ. Κι αυτοί τθν ζχουν, μα κρφβονται μπροςτά ςου.
5. 5
Σαν το γεράκι μιλοφν, ςε πολιτικό επίπεδο, οι Ακθναίοι ςτουσ Μθλίουσ. Ο Θουκυδίδθσ ςτο 5ο βιβλίο τθσ Ιςτορίασ του μασ παρουςιάηει τον διάλογο των Μθλίων με τουσ Ακθναίουσ, ζνα από τα δραματικότερα επειςόδια του Ρελοποννθςιακοφ Ρολζμου. Το περιςτατικό ςυνζβθ το 416 π.Χ. Οι Ακθναίοι επιτζκθκαν ςτθν Μιλο, μια μικρι αποικία τθσ Σπάρτθσ, με ςκοπό να τθν αναγκάςουν να ενταχκεί ςτθν Ακθναϊκι Συμμαχία. Οι Μιλιοι ηιτθςαν να γίνει ςεβαςτό το δικαίωμά τουσ να μείνουν ουδζτεροι ςτθ ςφγκρουςθ των Ακθναίων με τθ Σπάρτθ. Τελικά οι Ακθναίοι εκμεταλλευόμενοι τθν τεράςτια ςτρατιωτικι τουσ υπεροχι καταλαμβάνουν τθν Μιλο, εκτελοφν όλουσ τουσ ενιλικουσ άνδρεσ, και εξανδραποδίηουν τισ γυναίκεσ και τα παιδιά, εγκακιςτϊντασ ςτο νθςί Ακθναίουσ εποίκουσ.
Αυτι κακεαυτι θ επίκεςθ εναντίον τθσ Μιλου ιταν ζνα αςιμαντο επειςόδιο ςτο μεγάλο πόλεμο. Ο ιςτορικόσ φωτίηει δυνατά το επειςόδιο αυτό, γιατί είναι αντιπροςωπευτικό των καινοφριων αντιλιψεων που τα χρόνια τοφτα κυριαρχοφν ςτθν Ακινα, και που βρίςκουν τθν ζκφραςι τουσ ςτθν πολιτικι των κατακτιςεων με τζλεια αδιαφορία για τθν θκικι και τθ δικαιοςφνθ. Η πολιτικι αυτι κα φανερωκεί ςϋ όλθ τθσ τθν ζκταςθ τθν επόμενθ χρονιά *415 π.Χ+ με τθν εκςτρατεία εναντίον τθσ Σικελίασ. Τα επιχειριματα των Ακθναίων ςτο διάλογο με τουσ Μθλίουσ ρίχνουν ζνα απαίςιο φωσ ςτουσ θγζτεσ και ςτο λαό τθσ Ακινασ των χρόνων αυτϊν: θ πόλθ ςτθν οποία είχε ακουςτεί ο «Επιτάφιοσ» καταντοφςε μια εγωιςτικι κι αδίςταχτθ δφναμθ. Με το διάλογο αυτόν ο ιςτορικόσ απακανάτιςε ζνα από τα πολλά, ςτθν αρχαιότθτα αλλά και ςτισ μζρεσ μασ, περιςτατικά αλαηονικισ ςυμπεριφοράσ και κυνιςμοφ των δυνατϊν προσ τουσ αδφναμουσ. Θουκυδίδθσ , Ιςτορία , Βιβλίο V 89–112 frg AΘΗΝΑΙΟΙ: Εμείσ λοιπόν δεν κα ποφμε μακροφσ λόγουσ με ωραίεσ φράςεισ…και ξζροντασ ότι οι δυνατοί κάνουν όςα τουσ επιτρζπει θ δφναμι τουσ κι οι αδφναμοι υποχωροφν και αποδζχονται… κζλουμε τϊρα να κάνουμε φανερό ςε ςασ ότι βριςκόμαςτε εδϊ για το ςυμφζρον τθσ θγεμονίασ μασ και πωσ όςα κα ποφμε τϊρα ςκοπό ζχουν τθ ςωτθρία τθσ πόλθ ςασ, επειδι κζλουμε και χωρίσ ταλαιπωρίεσ να ςασ εξουςιάηουμε και για το ςυμφζρον και των δυο μασ να μθν καταςτραφείτε. ΜΗΛΙΟΙ: Και πϊσ μπορεί να ςυμβεί να είναι ίδια ςυμφζρον ςε μασ να γίνουμε δοφλοι , όπωσ ςε ςασ να γίνεται κφριοί μασ; ΑΘ.: Επειδι ςεισ ζχετε τθ δυνατότθτα να υποταχκείτε πριν να πάκετε τισ πιο μεγάλεσ ςυμφορζσ, ενϊ εμείσ, αν δε ςασ καταςτρζψουμε, κα ζχουμε κζρδοσ. ΜΗΛ.: Ώςτε δεν κα δεχκείτε, μζνοντασ εμείσ ιςυχοι, να είμαςτε φίλοι ςασ αντί εχκροί, ςφμμαχοι όμωσ κανενόσ από τουσ δυο ςασ; ΑΘ.: Πχι, γιατί μασ βλάπτει τόςο θ ζχκρα ςασ όςο και θ φιλία ςασ. Η φιλία ςασ, ςτα μάτια των υπθκόων μασ, είναι απόδειξθ αδυναμίασ μασ ενϊ το μίςοσ ςασ απόδειξθ τθσ δφναμισ μασ…γιατί οι υπικοοί μασ πιςτεφουν πωσ όςοι διατθροφν τθν ελευκερία τουσ το χρωςτοφν ςτθ δφναμι τουσ …Ώςτε το να ςασ υποτάξουμε, εκτόσ που κα αφξαινε τουσ υπθκόουσ μασ, κα μασ πρόςφερε και αςφάλεια… ΜΗΛ.: Ξζρουμε όμωσ πωσ καμιά φορά θ ζκβαςθ του πολζμου εξαρτάται από τθν τφχθ…και εμείσ με το να υποχωριςουμε χάνουμε αμζςωσ κάκε ελπίδα ενϊ με το να αγωνιςτοφμε υπάρχει ακόμθ ελπίδα να ςτακοφμε όρκιοι. ΑΘ.: …Αλλά εςείσ που είςτε αδφναμοι και που θ τφχθ ςασ κρίνεται από μια μονάχα κλίςθ τθσ ηυγαριάσ, μθ κελιςετε να το πάκετε αυτό… αν ςκεφτείτε φρόνιμα δεν κα νομίςετε άπρεπο να υποχωριςετε μπροςτά ςτθν πιο δυνατι πόλθ που ςασ προτείνει όρουσ λογικοφσ, να γίνεται δθλαδι ςφμμαχοί τθσ πλθρϊνοντασ φόρο και διατθρϊντασ τθν κυριαρχία πάνω ςτθ χϊρα ςασ, οφτε, ενϊ ςασ δίνεται θ ευκαιρία εκλογισ ανάμεςα ςτον πόλεμο και ςτθν αςφάλειά ςασ, εςείσ από πείςμα να διαλζξετε το χειρότερο. Γιατί όςοι ςτουσ ίςουσ υποχωροφν, ςτουσ δυνατότερουσ φζρονται φρόνιμα και ςτουσ κατϊτερουσ δείχνονται μετριοπακείσ, αυτοί πιο πολφ προκόβουν.
6. 6
Ο Ακθναίοσ Καλλικλισ, μακθτισ του ςοφιςτι Γοργία, προςπακϊντασ να προςγειϊςει τον Σωκράτθ που ουριοδρομεί ςτισ περί δικαίου και θκικισ κεωρίεσ του, ςτον Γοργία του Πλάτωνα επιχειρθματολογεί και ταυτίηει το δίκαιο του ιςχυρότερου με το φυςικό δίκαιο.
Πλάτωνα , Γοργίασ 483c – 483d
ἀλλ’ οἶμαι οἱ τικέμενοι τοὺσ νόμουσ οἱ ἀςκενεῖσ ἄνκρωποί εἰςιν καὶ οἱ πολλοί. πρὸσ αὑτοὺσ οὖν καὶ τὸ αὑτοῖσ ςυμφέρον τούσ τε νόμουσ τίκενται καὶ τοὺσ ἐπαίνουσ ἐπαινοῦςιν καὶ τοὺσ ψόγουσ ψέγουςιν· ἐκφοβοῦντεσ τοὺσ ἐρρωμενεςτέρουσ τῶν ἀνκρώπων καὶ δυνατοὺσ ὄντασ πλέον ἔχειν, ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωςιν, λέγουςιν ὡσ αἰςχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν, καὶ τοῦτό ἐςτιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ηθτεῖν ἔχειν· ἀγαπῶςι γὰρ οἶμαι αὐτοὶ ἂν τὸ ἴςον ἔχωςιν φαυλότεροι ὄντεσ. Διὰ ταῦτα δὴ νόμῳ μὲν τοῦτο ἄδικον καὶ αἰςχρὸν λέγεται, τὸ πλέον ηθτεῖν ἔχειν τῶν πολλῶν, καὶ ἀδικεῖν αὐτὸ καλοῦςιν· ἡ δέ γε οἶμαι φύςισ αὐτὴ ἀποφαίνει αὐτό, ὅτι δίκαιόν ἐςτιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονοσ πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου
Αλλά νομίηω, όςοι μζςω των νομοκετϊν κεςπίηουν τουσ νόμουσ είναι οι αδφναμοι άνκρωποι ωσ επί το πλείςτον. Για το δικό τουσ ςυμφζρον λοιπόν νομοκετοφν, ορίηουν το καλό και το κακό και απονζμουν τουσ επαίνουσ και τουσ ψόγουσ. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφοβίηοντασ τουσ δυνατότερουσ ανκρϊπουσ και αυτοφσ που ζχουν τθν ικανότθτα να ζχουν περιςςότερα, για να μθν ζχουν περιςςότερα από αυτοφσ, λζνε ότι δικεν είναι άςχθμο και άδικο το να ζχουν περιςςότερα από τουσ άλλουσ και το άδικο ακριβϊσ αυτό είναι, το να επιηθτά κάποιοσ να ζχει περιςςότερα από τουσ άλλουσ· διότι αρκοφνται, νομίηω, αυτοί, επειδι είναι πιο αδφναμοι, αν δεν ζχουν περιςςότερα. Για αυτά λοιπόν, ο νόμοσ υποςτθρίηει ότι είναι άδικο και αιςχρό να επιηθτά κάποιοσ να ζχει περιςςότερα, και αυτό ονομάηουν αδικία ενϊ θ φφςθ, νομίηω, αποδεικνφει αυτό, ότι το δίκαιο είναι ο καλφτεροσ να κατζχει περιςςότερα από τον χειρότερο και ο ιςχυρότεροσ να κυριαρχεί πάνω ςτον αςκενζςτερο.
O νόμοσ λοιπόν κεωρείται από τον Καλλικλι ζνα ανκρϊπινο καταςκεφαςμα με ςυμβατικι ιςχφ ενϊ αντίκετα ςτο φυςικό δίκαιο αποκακίςταται θ φυςικι τάξθ των πραγμάτων και υπερτερεί ο δυνατόσ ζναντι του ανίςχυρου.
7. 7
Η αποκατάςταςθ τθσ φυςικισ τάξθσ επζρχεται και ςτο δθμοτικό τραγοφδι του Κυρ-Βοριά. Ο κυρ Βοριάσ ςτζλνει παραγγελιά ς’ όλα τα ξανοιγμζνα καράβια να πιάςουν το πιο κοντινό λιμάνι γιατί κα φυςιξει και κα ςαρϊςει τα πάντα. Πλα τα καράβια ςυμμορφϊνονται, εκτόσ από ζνα. Το καράβι του καπετάνιου κυρ’ Αντριά που ζχει γερι αρματωςιά, γενναίο πλιρωμα κι ζνα ναυτόπουλο ςπουδαίο ςτθν πρόβλεψθ του καιροφ. Το ναυτόπουλο αυτό διατάηεται ν’ ανζβει ψθλά ςτο κατάρτι για να δει τον καιρό. Αυτό ανεβαίνει χαροφμενο ςτο κατάρτι. Βλζπει όμωσ τθν φοβερι κφελλα που ζρχεται και κατεβαίνει φοβιςμζνο. Ώςπου να περιγράψει τι είδε, θ καταιγίδα είχε φτάςει, θ κάλαςςα αγριεφει φοβερά και ςε λίγο το καράβι βουλιάηει. Πλοι τουσ πνίγονται. Στο τζλοσ του τραγουδιοφ υπάρχουν οι ςτίχοι απ’ το κρινο και τον οδυρμό των μανάδων και ιδίωσ τθσ μάνασ του ναυτόπουλου. Το τραγοφδι πρζπει να ζχει ςυντεκεί ςε κάποιο τόπο παρακαλάςςιο, ίςωσ κατά τον 17ο ι αρχζσ του 18ου αιϊνα. Του κυρ – Βοριά
Ο κυρ Βοριάσ παράγγειλεν οφλω των καραβιϊνε: «Καράβια π’ αρμενίηετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε ςτα λιμάνια ςασ, γιατί κε να φυςιξω, ν’ αςπρίςω κάμπουσ και βουνά, να κρυϊςω κρυζσ βρυςοφλεσ, κι οςά ’βρω μεςοπζλαγοσ, ςτεριάσ κε να τα ρίξω». Κι όςα καράβια τ’ άκουςαν, όλα λιμάνι πιάνουν, του κυρ Αντριά το κάτεργο μζςα βακιά αρμενίηει. «Δε ςε φοβοφμαι, κυρ Βοριά, φυςιςεισ δε φυςιςεισ, τι ζχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι, ζχω κι αντζνεσ προφντηινεσ κι ατςάλενα κατάρτια, ζχω πανιά μεταξωτά, τθσ Ρροφςασ το μετάξι, ζχω και καραβόςκοινα από ξανκισ μαλλάκια· κι ζχω και ναφτεσ διαλεχτοφσ, όλο άντρεσ του πολζμου, κι ζχω κι ζνα ναυτόπουλο, που τουσ καιροφσ γνωρίηει, κι εκεί που ςτιςω μια φορά τθν πλϊρθ δε γυρίηω». «Ανζβα, βρε ναυτόπουλο, ςτο μεςιανό κατάρτι, για να διαλζξεισ τον καιρό, να ιδείσ για τον αζρα». Ραιηογελϊντα ανζβαινε, κλαίοντασ κατεβαίνει. «Το τι είδεσ, βρε ναυτόπουλο, αυτοφ ψθλά που πιγεσ;» «Είδα τον ουρανό κολό και τ’ άςτρα ματωμζνα, είδα τθν μπόρα που άςτραψε και το φεγγάρι εχάκθ, και ςτθσ Αττάλειασ τα βουνά αςτραχαλάηι πζφτει». Ώςτε να ειπεί, να καλοειπεί, να καλοκουβεντιάςει, βαριά φουρτοφνα πλάκωςε και το τιμόνι τρίηει, αςπρογυαλίηει θ κάλαςςα, ςιουρίηουν τα κατάρτια, ςκϊνονται κφματα βουνά, χορεφει το καράβι, ςπιλιάδα του ’ρκε από τθ μια, ςπιλιάδα από τθν άλλθ, ςπιλιάδα από τα πλάγια του κι εξεςανίδωςζ το. Γιόμιςε θ κάλαςςα πανιά, το κφμα παλικάρια, και το μικρό ναυτόπουλο ςαράντα μίλια πάγει. Πλεσ οι μάνεσ κλαίγανε κι όλεσ παρθγοριοφνται, μα μια μανοφλα ενοφ παιδιοφ παρθγοριά δεν ζχει. Βάνει τισ πζτρεσ ςτθν ποδιά, τα τρόχαλα ςτον κόρφο, πετροβολάει τθ κάλαςςα και τροχαλάει το κφμα. «Θάλαςςα, πικροκάλαςςα και πικροκυματοφςα, πο’ ’πνιξεσ το παιδάκι μου, π’ άλλο παιδί δεν ζχω». «Δε φταίω θ δόλια κάλαςςα, δε φταίω εγϊ το κφμα, μόν’ φταίει ο πρωτομάςτορασ που φτιάνει τα καράβια και τα πελζκαγε φτενά και τα γυρίηει ο αζρασ και χάνω τα καράβια μου που ‘ναι δικά μϋ ςτολίδια, χάνω τα παλικάρια μου , όπου με τραγουδάνε.». κάτεργα= μεγάλα καράβια |ςπιλιάδα= ριπζσ ανζμου, μεγάλα κφματα |τρόχαλα=μικρζσ πζτρεσ| τροχαλάει= ρίχνει πζτρεσ Ο καπετάνιοσ κυρ- Αντριάσ, λοιπόν, αψιφθςε τθν εντολι του κυρ-Βοριά αντιτάςςοντασ τθ ‘μαγκιά’ του, και ζχαςε παίρνοντασ ςτο λαιμό του και όλο το πλιρωμα.
8. 8
Σ’ όλο το πλιρωμα μιλάει και ο ξζνοσ ναφτθσ ςτουσ Ελεφκερουσ Πολιορκθμζνουσ του ολωμοφ αντικρίηοντασ το ‘φτωχό’ και ‘αδφναμο καλυβάκι’ των Μεςολογγιτϊν να παλεφει με τισ μεγάλεσ ενάντιεσ δυνάμεισ:
Ελεφκεροι Πολιορκθμζνοι, Σχεδίαςμα Γ’, απόςπαςμα 3
Στθν πλϊρθ, που ςκιρτά, γυρτόσ τοφτα ‘π’ ο ξζνοσ ναφτθσ
«Αραπιάσ άτι, Γάλλου νουσ, βόλι Τουρκιάσ, τόπ’ Άγγλου!
Πζλαγο μζγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι
Κι αλιά! ςε λίγο ξζςκεπα τα λίγα ςτικια μζνουν.
Ακάνατθ ‘ ςαι, που ποτζ, βροντι, δεν θςυχάηεισ;»
Η αρικμθτικι και ςτρατιωτικι υπεροχι των Τοφρκων όπωσ και θ ζλλειψθ τροφίμων κατά τθ 2θ πολιορκία του Μεςολογγίου (1825-1826) οδθγοφν τουσ εξακλιωμζνουσ ςωματικά Μεςολογγίτεσ να ονειρεφονται: Ελεφκεροι Πολιορκθμζνοι, Σχεδίαςμα Γ’, απόςπαςμα 10 Φεφγω τ’ αλόγου τθν ορμι και του ςπακιοφ τον τρόμο Τ’ ονείρου μάταια πεκυμιά, κι όνειρο αυτι ‘νϋθ ίδια!
Ονειρεφονται και όταν ακοφν το μαγευτικό τραγοφδι τθσ άνοιξθσ που ξαφνικά το διακόπτει το ςάλπιςμα ενόσ από τουσ Ζλλθνεσ πολζμαρχουσ, που καλεί τουσ αγωνιςτζσ ςε πολεμικό ςυμβοφλιο. Ο ιχοσ τθσ ςάλπιγγασ όμωσ ακοφγεται πολφ ςιγανόσ και αδφναμοσ, κακϊσ θ πείνα ζχει εξαντλιςει ςωματικά τον ςαλπιγκτι, ο οποίοσ δεν ζχει δφναμθ να φυςιξει. Γζλια ξεςποφν ςτο εχκρικό ςτρατόπεδο ςτο άκουςμα του ξζπνοου ςαλπίςματοσ του Ζλλθνα πολζμαρχου. Ο Αιγφπτιοσ ςαλπιγκτισ, για να ειρωνευτεί τουσ Μεςολογγίτεσ και να τουσ μειϊςει το θκικό παίρνει τθ ςάλπιγγά του και ςαλπίηει δυνατά, γεμίηοντασ τον αζρα με ιςχυροφσ ιχουσ. Το ςάλπιςμά του, δυνατό και βροντερό, φτάνει απειλθτικό ςτο αντίπαλο ςτρατόπεδο, με αποτζλεςμα να προκαλζςει τον τρόμο και τθν απελπιςία ςτουσ πολιορκθμζνουσ:
Ελεφκεροι Πολιορκθμζνοι , Σχεδίαςμα Α’ , αποςπάςματα 3-4
Ελεφκεροι Πολιορκθμζνοι , Σχεδίαςμα Β’, απόςπαςμα 3
3. Γρικοφν να ταράηει του εχκροφ τον αζρα μιαν άλλθ, που μοιάηει τ’ αντίλαλου πζρα· Kαι ξάφνου πετιζται με τρόμου λαλιά· Ρολλθϊρα γρικιζται, κι’ ο κόςμοσ βροντά. 4. Aμζριμνον όντασ τ’ Aράπθ το ςτόμα ςφυρίηει, περνϊντασ ςτου Mάρκου το χϊμα· Διαβαίνει, κι’ αγάλι ξαπλϊνετ’ εκεί που εβγικ’ θ μεγάλθ του Mπάιρον ψυχι.
3. «Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιοφ τα μάγια με βία, γυναικόσ, γζροντοσ, παιδιοφ, μθν κόψουν τθν αντρεία». Χαμζνθ, αλίμονο! κι οκνι τθ ςάλπιγγα γρικάει· Αλλά πϊσ φκάνει ςτον εχκρό και κακ’ θχϊ ξυπνάει; Γζλιο ςτο ςκόρπιο ςτράτευμα ςφοδρό γεννοβολιζται, κι θ περιπαίχτρα ςάλπιγγα μεςουρανίσ πετιζται· Και με χαροφμενθ πνοι το ςτικοσ το χορτάτο, τ' αράκυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχζσ γιομάτο, βαρϊντασ γφρου ολόγυρα, ολόγυρα και πζρα, τον όμορφο τρικφμιςε καί ξάςτερον αζρα· Τζλοσ μακριά ςζρνει λαλιά, ςαν το πεςοφμεν’ άςτρο, τρανι λαλιά, τρόμου λαλιά, ρθτι κατά το κάςτρο.
Το κάςτρο του Μεςολογγίου γκρεμίςτθκε από τθν ‘άςπονδθ πλθμμφρα των αρμάτων’ (Σχεδίαςμα Γϋ, απόςπαςμα 13)και από τότε ακολοφκθςαν πολλζσ εκνικζσ ςυμφορζσ.
9. 9
Και επειδι καμιά τζχνθ , ςφμφωνα με τον T.S. Eliot, δεν είναι με τόςο πείςμα εκνικι όςο θ ποίθςθ, ο εφζρθσ ςτο ποίθμά του αλαμίνα τθσ Κφπροσ, κατορκϊνει να δϊςει τθν πολιτικι διάςταςθ τθσ αντιπαράκεςθσ του ανίςχυρου ελλθνιςμοφ με τθ ιςχυρι Δφςθ, φωτίηοντασ τουσ αγγλικοφσ αποικιοκρατικοφσ μθχανιςμοφσ, ιδίωσ ςε κζματα γλϊςςασ, παιδείασ, πολιτιςμοφ, ςυνείδθςθσ, που επιβάλλονταν ςτον κυπριακό λαό ςτα 82 χρόνια τθσ αγγλικισ κατοχισ του (1878-1960).
Το ςκθνικό του ποιιματοσ είναι μια φκινοπωρινι μζρα ςτθ Σαλαμίνα, που είναι γεμάτθ με ερείπια για να κυμίηουν τθ χωμζνθ ςτο βάκοσ των αιϊνων αρχαία και βυηαντινι δόξα τθσ. Η πόλθ τθσ Σαλαμίνασ, τθσ αρχαίασ πρωτεφουςασ τθσ Κφπρου, ιδρυμζνθ από τον Τεφκρο, τον βαςιλιά τθσ Σαλαμίνασ του Σαρωνικοφ, χτιςμζνθ ςτο ςταυροδρόμι τθσ Ανατολισ και τθσ Δφςθσ, ζγινε γριγορα πλοφςια και ςθμαντικι εμπορικι πόλθ. Σιμερα πια θ Σαλαμίνα είναι ςφμβολο ςτθν παγκόςμια αρχαιολογία βριςκόμενθ υπό τουρκικι κατοχι. Ψθλοί αμμόλοφοι και ζνα προςτατευτικό δάςοσ από ακακίεσ κάλυπταν για αιϊνεσ τον αρχαιολογικό χϊρο τθσ Σαλαμίνασ κατά μικοσ των ανατολικϊν ακτϊν τθσ Μεγαλονιςου. Πταν οι αναςκαφζσ του κακθγθτι Βάςου Καραγιϊργθ ιταν ςτο ξεκίνθμά τουσ τότε και ο Σεφζρθσ γράφει το ποίθμα «Σαλαμίνα τθσ Κφπροσ», το Νοζμβριο του 1953. Ο Σεφζρθσ, αξίηει να ςθμειωκεί, ταξίδεψε τρεισ φορζσ ςτθν Κφπρο(1953, 1954, 1955), γνϊριςε το ιςτορικό παρελκόν και αγάπθςε τον κόςμο τθσ Κφπρου. ΑΛΑΜΙΝΑ ΣΗ ΚΤΠΡΟ
...Σαλαμίνα τε τασ νυν ματρόπολισ τωνδ' αιτία ςτεναγμϊν. ΡΕΣΑΙ Κάποτε ο ιλιοσ του μεςθμεριοφ, κάποτε φοφχτεσ θ ψιλι βροχι και τ' ακρογιάλι γεμάτο κρφψαλα παλιά πικάρια. Αςιμαντεσ οι κολόνεσ μονάχα ο Άγιοσ Επιφάνιοσ δείχνοντασ μουντά, χωνεμζνθ τθ δφναμθ τθσ πολφχρυςθσ αυτοκρατορίασ. Ο ποιθτισ ςτζκεται ςτθν παραλία τθσ ερθμωμζνθσ Σαλαμίνασ και παρακολουκεί τθ ηωι να ςυνεχίηεται, νιϊκει ότι ο Θεόσ που κα δικαιϊςει αυτόν τον τόπο βρίςκεται πάντα εκεί και ακοφει τισ φωνζσ του παρελκόντοσ, τισ φωνζσ όλων των θρϊων του τόπου.
Τα νζα κορμιά περάςαν απ' εδϊ, τα ερωτευμζνα παλμοί ςτουσ κόλπουσ, ρόδινα κοχφλια και τα ςφυρά τρζχοντασ άφοβα πάνω ςτο νερό κι αγκάλεσ ανοιχτζσ για το ηευγάρωμα του πόκου. Κφριοσ επί υδάτων πολλϊν, πάνω ς' αυτό το πζραςμα. Τότεσ άκουςα βιματα ςτα χαλίκια. Δεν είδα πρόςωπα ςα γφριςα είχαν φφγει. Πμωσ βαριά θ φωνι ςαν το περπάτθμα καματεροφ, ζμεινε εκεί ςτισ φλζβεσ τϋ ουρανοφ ςτο κφλιςμα τθσ κάλαςςασ μζςα ςτα βότςαλα πάλι και πάλι:
10. 10
Και ενϊ οι ξζνοι κατακτθτζσ εξαπλϊνουν τουσ μθχανιςμοφσ τθσ τρομοκρατίασ και προςπακοφν να αλλάξουν τθν εκνικι ςυνείδθςθ του κυπριακοφ λαοφ μζςω τθσ γλϊςςασ και τθσ παιδείασ ο ποιθτισ προαιςκάνεται ότι δεν κα αργιςει να ξεςπάςει ο αγϊνασ των Κυπρίων για τθν ελευκερία.
Η γθσ δεν ζχει κρικζλια για να τθν πάρουν ςτον ϊμο και να φφγουν μιτε μποροφν, όςο κι αν είναι διψαςμζνοι να γλυκάνουν το πζλαγο, με νερό μιςό δράμι. Και τοφτα τα κορμιά πλαςμζνα από ζνα χϊμα που δεν ξζρουν, ζχουν ψυχζσ. Μαηεφουν ςφνεργα για να τισ αλλάξουν, δε κα μπορζςουν μόνο κα τισ ξεκάμουν αν ξεγίνουνται οι ψυχζσ. Δεν αργεί να καρπίςει τ' αςτάχυ δε χρειάηεται μακρφ καιρό για να φουςκϊςει τθσ πίκρασ το προηφμι, δε χρειάηεται μακρφ καιρό το κακό για να ςθκϊςει το κεφάλι, κι ο άρρωςτοσ νουσ που αδειάηει δε χρειάηεται μακρφ καιρό για να γεμίςει με τθν τρζλα, νιςοσ τισ ζςτι ...
Ο ποιθτισ αρχικά ςυλλογίηεται τον κυνιςμό τθσ Αγγλικισ πολιτικισ κακϊσ οι Άγγλοι ςτθ διάρκεια του Β’ παγκόςμιου πολζμου ηιτθςαν τθ βοικεια τθσ Κφπρου με αντάλλαγμα τθν απελευκζρωςι τθσ ςτο τζλοσ του. Η Κφπροσ υπάκουςε αλλά οι πρϊθν ςφμμαχοι δεν κράτθςαν τθν υπόςχεςι τουσ και μετατράπθκαν ςε νυν κατακτθτζσ. Στθ ςυνζχεια ο ποιθτισ παρουςιάηει τον κυνιςμό τθσ Αγγλικισ πολιτικισ ειρωνευόμενοσ ςτθν ουςία τα λόγια ενόσ Άγγλου λόρδου αντιπλοίαρχου (Hugh Beresford) ο οποίοσ, ενϊ είχε ευχθκεί να μθν υπάρχουν ςτθν ανκρωπότθτα όλα όςα προκάλεςαν τον Β’ παγκόςμιο πόλεμο, δθλαδι θ ψευτιά, θ απλθςτία, ο εγωιςμόσ, το μίςοσ, ο ίδιοσ και θ χϊρα του ιταν φορείσ όλων αυτϊν των χαρακτθριςτικϊν. Φίλοι του άλλου πολζμου ς' αυτι τθν ζρθμθ ςυννεφιαςμζνθ ακρογιαλιά ςασ ςυλλογίηομαι κακϊσ γυρίηει θ μζρα - Εκείνοι που ζπεςαν πολεμϊντασ κι εκείνοι που ζπεςαν χρόνια μετά τθν μάχθ. Εκείνοι που είδαν τθν αυγι μζς' απϋ τθν πάχνθ του κανάτου ι, μεσ ςτθν άγρια μοναξιά κάτω από τ' άςτρα, νιϊςανε πάνω τουσ μαβιά μεγάλα τα μάτια τθσ ολόκλθρθσ καταςτροφισ κι ακόμθ εκείνοι που προςεφχουνταν Πταν το φλογιςμζνο ατςάλι πριόνιηε τα καράβια: ¨Κφριε, βοικα να κυμόμαςτε πϊσ ζγινε τοφτο το φονικό τθν αρπαγι το δόλο τθν ιδιοτζλεια, το ςτζγνωμα τθσ αγάπθσ Κφριε, βοικα να τα ξεριηϊςουμε ...¨
11. 11
Και κακϊσ κάκε λαόσ ςκζφτεται το δικό του ςυμφζρον και δεν ακοφει τουσ αδφναμουσ λαοφσ που φωνάηουν βοικεια, ο ποιθτισ παρουςιάηει να επικρατεί το δίκαιο του δυνατοφ. Ο δυνατόσ ζχει πάντα δίκιο και κάνει ό,τι κζλει, ενϊ ο αδφναμοσ ελπίηει ότι κάποτε κα αποκαταςτακεί θ θκικι τάξθ, κα τιμωρθκοφν οι υβριςτζσ και κα ζρκει τρζχοντασ ο αγγελιοφόροσ να αναγγείλει τθν ιττα των κατακτθτϊν. - Τϊρα καλφτερα να λθςμονιςουμε πάνω ςε τοφτα τα χαλίκια δε φελά να μιλάμε τθ γνϊμθ των δυνατϊν ποιοσ κα μπορζςει να τθ γυρίςει; ποιοσ κα μπορζςει ν' ακουςτεί; Κακζνασ χωριςτά ονειρεφεται και δεν ακοφει το βραχνά των άλλων. -Ναι, όμωσ ο μαντατοφόροσ τρζχει κι όςο μακρφσ κι αν είναι ο δρόμοσ του, κα φζρει ς' αυτοφσ που γφρευαν ν' αλυςοδζςουν τον Ελλιςποντο το φοβερό μινυμα τθσ Σαλαμίνασ. Φωνι κυρίου επί των υδάτων. Νιςοσ τισ ζςτι. Σαλαμίνα, Κφπροσ, Νοζμβρησ ΄53 Ο αγγελιοφόροσ πράγματι ιρκε, αργότερα όμωσ, και ανιγγειλε και άλλο κακό μαντάτο, ιρκε τον Ιοφλιο του 1974, όταν θ φρίκθ τθσ ανεμπόδιςτθσ ειςβολισ εριμωνε χωριά και πόλεισ κι οι πρόςφυγεσ, ςε τραγικζσ φάλαγγεσ απροςτάτευτων και κατατρεγμζνων ανκρϊπων, ζτρεχαν ξεριηωμζνοι όπου νόμιηαν ότι κα ζβριςκαν ςωτθρία, αναηθτϊντασ δραματικά ςτουσ δρόμουσ διαφυγισ γονιοφσ, παιδιά, αδζλφια και ςυηφγουσ. Ροιοσ είναι άραγε τελικά ο δυνατόσ και ποιοσ ο αδφναμοσ, ποιοσ ο ιςχυρόσ και ποιοσ ο ανίςχυροσ, ποιο το ‘κθρίο’ και ποιο το ‘αρνίο’; Ο Χριςτόσ ςταυρϊκθκε, το αθδόνι ξεψφχθςε ςτα νφχια του γερακιοφ τθν ϊρα που τραγουδοφςε, θ Αντιγόνθ κανατϊκθκε, θ Μιλοσ καταςτράφθκε, ο Σωκράτθσ ιπιε το κϊνειο, το καράβι του κυρ- Αντριά βοφλιαξε αφτανδρο, το Μεςολόγγι ζπεςε, θ Κφπροσ παραμζνει διχοτομθμζνθ. Πμωσ ςθμαςία δεν ζχει αυτό που χάκθκε, όςο αυτό που ζμεινε. Αυτό που ζμεινε μετά τθν πάλθ του ιςχυροφ με τον ανίςχυρο, του δυνατοφ με τον αδφναμο, του ‘κθρίου’ με το ‘αρνίο’. Και αυτό που ζμεινε ς’ όλεσ τισ περιπτϊςεισ που εξετάςαμε, ξεκινϊντασ από τθν Αποκάλυψθ του Ιωάννου και καταλιγοντασ ςτο δράμα του κυπριακοφ λαοφ, είναι ότι ο αδφναμοσ, ο ανίςχυροσ, το ‘αρνίο’ αντιπαρακζτει ςτθν ωμι βία του ‘κθρίου’ αυτό που ζχει: τθν αγάπθ, τθν ευαιςκθςία, τθν θκικι, τθ δικαιοςφνθ, τθν ομορφιά και τθν ελπίδα.