1. Η ΓΝΩΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
H ελευθερία οποιασδήποτεμορφής, δενείναι μόνο πολύτιμη και αναγκαία για τον άνθρωπο΄ είναι
ταυτόχρονα, και ως βίωμα και ως έννοια, ευπαθής, εύθραυστη. Φυσικοί και, κυρίως, τεχνητοί
περιορισμοί τη νοθεύουν, την αλλοιώνουν και την καταργούν. Μάταιος ο κόπος της αναζήτησης,
προϊστορικά και ιστορικά, κατάστασης ιδανικής ελευθερίας. Σε κάθε περίοδο υπήρχαν δεσμώτες,
εξαρτήσεις, δεσμεύσεις και εξουσίες ποικιλόμορφες. Η φύση έθεσετους δικούς της περιορισμούς:πείνα,
δίψα, κακουχίες, αρρώστιες, δυνάμεις πανίσχυρες, αναπόδραστες μέχρι και σήμερα. Η κοινωνία τους
συμπλήρωσε: Κράτος, Δίκαιο, Ηθική, Έθιμο, αρχές, προκαταλήψεις, προλήψεις και πάει λέγοντας. Η
τεχνολογία τους επαύξησε:εξαρτήσεις, φόβοι, ανασφάλειες, παραπληροφόρηση, σύγχυση, αλλοτρίωση.
Και ο άνθρωπος τους κουβαλάει μέσα του:πάθη, αδυναμίες,ένστικτα, παρορμήσεις, απωθήσεις.Φύσει
και θέσει, λοιπόν, περιορισμοί περιστέλλουν την ελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου.
Ένα πρώτο, αλλά πολύ σπουδαίο, βήμα άρσης των περιορισμών αυτών είναι η γνώση τους, η
συνειδητοποίηση τους.Σε παλιότερες εποχές οι κίνδυνοι που απειλούσαν την ελευθερία του ανθρώπου
ήταν ορατοί. Οι σύγχρονες, όμως, μορφές δουλείας δεν είναι πάντα ευδιάκριτες. Υπάρχουνπολλοί και
ποικίλοι μηχανισμοί εξανδραποδισμού που πρέπει να αντιληφθεί έγκαιρα, για να μπορέσει να τους
αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Σ’ αυτήν τη διαδικασία αυτοσυνειδησίας, κατανόησης δηλαδή της
θέσης του και της σχέσης του με τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες που επηρεάζουν
τις σκέψεις του, τη βούληση του, τις αποφάσεις του, τις ενέργειες του, γενικότερα τον τρόπο ζωής του,
μοναδική είναι η συμβολήτης γνώσης,είτεαυτήείναιαποτέλεσμαεπιστημονικήςμελέτης τωνφυσικών
και κοινωνικών φαινομένων είτε είναι προϊόν εμπειρίας, κρίσης, λογικού συμπεράσματος και
αυτογνωσίας.
Ο άνθρωπος, έχοντας γνώση της φυσικής και κοινωνικής νομοτέλειας, μπορεί όχι μόνο να
ερμηνεύει λογικά τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα που καθορίζουν τη ζωή του, αλλά και να τα
αξιοποιεί, να τα διαμορφώνει, να τα στρέφει προς τη μια ή την άλλη ευνοϊκή γι' αυτόν κατεύθυνση.
Έτσι, αυτά δεν προκαλούν πια το δέος ούτε οι κοινωνικοί νόμοι τη μοιρολατρία. Εφόσον γνωρίζει την
αλήθεια, η σκέψη του απελευθερώνεται από δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και προλήψεις. Παύει,
επομένως,ναείναιέρμαιοτωνπεριστάσεωντωναστάθμητων και μοιραίων παραγόντων. Γίνεται κύριος
της ζωής του.
Αλλά η γνώση συμβάλλει στην εξουδετέρωση αντικειμενικών περιορισμών όχι μόνο σε θεωρητικό,
αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην αποτελεσματικότητα που συνοδεύει την
εφαρμογήτης,τηντεχνολογία.Η εφαρμοσμένη γνώση δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ρυθμίσει,
ως ένα βαθμό, τη ζωή του ανεξάρτητα από φυσικούς περιορισμούς και εμπόδια.Ο σύγχρονος άνθρωπος
μπορεί όχι μόνο να προστατεύεται από φυσικές αντιξοότητες, αλλά και να αξιοποιεί τις φυσικές
δυνάμεις και να περιορίζει τις επιπτώσεις τους στη ζωή του. Ενδεικτικό παράδειγμα του βαθμού
αποδέσμευσης του από την κυριαρχία της φύσης είναι η αναπαραγωγή φυσικών φαινομένων,όπως,
λόγου χάρη, θερμότητας, ψύχους, τεχνητής βροχής κ.ά. Κατ' αυτόν τον τρόπο ό,τι παλιά η
ανθρώπινη σκέψη θεοποίησε από αδυναμία να το εξηγήσει και να το αντιμετωπίσει, στις μέρες
μας μεταβλήθηκε σε μέσο, για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη βελτίωσητων όρωνδιαβίωσης
του ανθρώπου.
Η ελευθερία,ως δυνατότητα ανεξάρτητης και αυτόνομης βούλησης και δράσης,εννοείται,κατεξοχήν
στις κοινωνικές σχέσεις.Οισχέσειςαυτές συμπλέκονταιμε τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζουν με πλέγμα.
Μέσα σ' αυτό, λοιπόν, το πλέγμα σχέσεων ζει, κινείται και δημιουργεί ο πολίτης. Μόνο που οι
σχέσεις αυτές δεν είναι ανεξέλεγκτες* καθορίζονται από τους κανόνες Δικαίου, που ορίζουν τα όρια
της ελευθερίας του πολίτη, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο
2. επιτρέπεται ή οφείλει να παρεμβαίνει στα διάφορα γεγονότα της κοινωνικής ζωής. Οι όροι αυτοί
ισχύουν, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, αδιακρίτως για όλους τους πολίτες που πρέπει να τους
γνωρίζουν και να τους σέβονται. Η γνώση, λοιπόν, και ο σεβασμός των κανόνων αυτών προσφέρουν
στον πολίτη και τη δυνατότητα καλύτερων επιλογών μέσα στα όρια της κοινωνικής σύμβασης, αλλά και
την ευχέρεια να διακρίνει κάθε επιβουλή των ατομικών και πολιτικών του δικαιωμάτων.
Δε θα ήταν υπερβολή, αν ισχυριζόμαστε πως τόσο περισσότερη αυτοτέλεια και αυτάρκεια έχει ο
σύγχρονος άνθρωπος, όσοπιο πολλά γνωρίζει.Η γνώση τον βοηθάεινα αντιμετωπίζειαποτελεσματικά
τις δυσκολίες, να ξεπερνάει τα εμπόδια, ναανοίγει νέους δρόμους και νέους ορίζοντες εκεί όπου από
άγνοια βλέπει αδιέξοδα. Αναπτύσσει τον ορθό λόγο, καλλιεργεί τις πνευματικές δυνατότητες και,
υποβάλλοντας στη δοκιμασία της κριτικής κάθεπληροφορία,κάθεκαθιερωμένη συνήθεια και πεποίθηση,
απαλλάσσει το πνεύμα του από τις «ιδιοκατασκεύαστες δεσμεύσεις»του, από προκαταλήψεις, δόγματα
και ιδεολογήματα. Δεν υπάρχει ασφαλέστερος τρόπος να αποσοβήσει ο άνθρωπος τους κινδύνους που
συνεπάγεται η έντεχνη προσπάθεια χειραγώγησης και υποδούλωσης του από την πλήρη και σε βάθος
γνώση των αιτίων, των σκοπιμοτήτων, των κινήτρων και των προθέσεων που κρύβονται πίσω από
κάθε ενέργεια, από κάθε γεγονός.
Συνακόλουθη της γνώσης είναι και η μόρφωση, η καλλιέργεια δηλαδή του ψυχικού κόσμου του
ανθρώπου -της κρίσης, του στοχασμού, αλλά και του συναισθήματος και της βούλησης. Η γνώση
προκαλεί αναστάτωση στον εσωτερικότου κόσμο και του «εξασφαλίζει ώρες γόνιμης περισυλλογής, που
σιγά σιγά τον μεταμορφώνουν σ' έναν αυτόφωτο πνευματικό οργανισμό». Η πνευματική ωρίμαση συντελεί
στην ψυχική καλλιέργεια, στην εκλέπτυνσητου χαρακτήρα και την ανάπτυξη της ευαισθησίας.Ευαισθησία
και πνευματικότητα συμβαδίζουν. Με αυτή, λοιπόν, την εσωτερική διεργασία διαπλάθεται ένας νέος
άνθρωπος, απαλλαγμένος από μικροψυχίες, χωρίς δουλικές εξαρτήσεις από πάθη και αδυναμίες,
εγκρατής, με αναπτυγμένο το αίσθημα της ευθύνης και, επομένως, ελεύθερος και ηθικά ακέραιος.
Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας απελευθέρωσης του ανθρώπου είναι και η αυτογνωσία. Η
αυτογνωσία επιτυγχάνεται, εφόσον κατανοεί και προσδιορίζει τη θέση του στη διαρκώς
μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής. Έτσι, διατηρώντας αναπαλλοτρίωτο το
δικαίωμα της ελεύθερης κρίσης και βούλησης, μπορεί να διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις
προσωπικές του ανάγκες και επιθυμίες και να περιορίζει την έκταση των επιπτώσεων της
αλλοτρίωσης που επικρατεί στην εποχή μας.
Τέλος, ως μορφή αυτογνωσίας μπορεί να θεωρηθεί και η γνώση της ιστορίας μας, η συνείδηση
της εθνικής και πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας. Η γνώση αυτή, όχι βέβαια με την έννοια του
εθνοκεντρισμού, μπορεί να μας προστατεύει από κάθε επιβουλή της εθνικής μας ακεραιότητας,
είτε αυτή εκφράζεται ως αλλοίωση της φυσιογνωμίας μας είτε ως σφετερισμός πολιτιστικών
στοιχείων και ιστορικών συμβόλων μας είτε ως αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.
Εξάλλου, ένα κράτος που έχει υψηλό επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης και
μορφωμένους πολίτες μπορεί να αξιοποιεί το φυσικό πλούτο που διαθέτει, και να έχει ισχυρή
οικονομία, στοιχείο πολύ απαραίτητο για την αυτάρκεια και την ανεξαρτησία του.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε, για όλους αυτούς τους λόγους, να ισχυριστούμε ανεπιφύλακτα
πως η γνώση είναι ο ένας από τους δυο πρωταρχικούς παράγοντες απελευθέρωσης του ανθρώπου,
αφού του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει και να διαμορφώνει τις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής
του, να γκρεμίζει είδωλα και στυγνούς αυθέντες που τυραννούν τη σκέψη του, να βελτιώνει τον
ηθικό και ψυχικό του κόσμο και να υπερασπίζεται την πατρίδα του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο
το γεγονός, ότι πριν από την κήρυξη μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών και κοινωνικών
επαναστάσεων, προηγήθηκαν περίοδοι διαφωτισμού, δηλαδή περίοδοι έντονης επιστημονικής
έρευνας, ευρείας διακίνησης γνώσεων και ιδεολογικών ζυμώσεων. Ο άλλος αναγκαίος παράγοντας
είναι ο αγώνας. Η γνώση, κι αν ακόμη τη θεωρήσουμε ως μορφή πνευματικού αγώνα, δεν αρκεί.
3. Αυτή θέτει τις προϋποθέσεις. Η εκπλήρωση τους, όμως, εξαρτάται από τον αγώνα, από τις θυσίες
στις οποίες είναι πρόθυμος να υποβληθεί ο άνθρωπος για το ιδανικό της ελευθερίας.
Σπ. Κούτρας, Πειστικός Λόγος, εκδ. Σαββάλας
Η ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ
Με τον όρο αυτομόρφωση περιγράφουμε μία σύνθετη εκπαιδευτική διαδικασία της οποίας θεμελιώδης
κινητήρια δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος, έχοντας επίγνωση των αναγκών και των επιθυμιώντου,
καλείται να συμβάλλει ουσιαστικά στην πορεία της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής τουκατάρτισης.Σε
αυτή την ατομική, και πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολη πορεία κατάκτησης νέων γνώσεως δεν ενεργεί
μόνος του, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε βάση το πρώτο συνθετικό της λέξης αυτομόρφωση.
Ο άνθρωπος δεν δραστηριοποιείται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό, αλλά μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον.
Βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή επικοινωνία με τους άλλους, σε επαφή με τους επίσημους ή ανεπίσημους
εκπαιδευτικούς θεσμούς, με ποικίλους οργανισμούς και κέντρα κατάρτισης, ακόμη και όταν οι νέες
τεχνολογίες του επιτρέπουν να μαθαίνει και να εργάζεται σε φυσική απόσταση από τους άλλους.
Με αυτή την έννοια, οι διαδικασίες και οι πρακτικές αυτομόρφωσης στη σημερινή εποχή δεν σημαίνουν
την απουσία των άλλων, θεσμών και ατόμων, ούτε την κοινωνική απομόνωση του καθενός ατόμου, αλλά
την ενεργητική στάσητου, αφού το ίδιο αποφασίζει, άλλοτε αυτοβούλως και άλλοτε κάτω από την πίεση
συγκεκριμένων αναγκών, να εκπαιδευθεί. Η ενεργητική στάση συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος καλείται να
διαμορφώσει μαζί με τους άλλους συμμετέχοντες (οργανισμούς, εκπαιδευτές, εκπαιδευόμενους) το
περιεχόμενο, τη διαδικασία και τους τρόπους εκπαίδευσης του.
Όμως οι πρωταρχικοί παράγοντες που καθιστούν την αυτομόρφωση αναγκαία για τα άτομα των
σύγχρονων κοινωνιών είναι οι νέες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και οι
συνεπακόλουθες μεταμορφώσεις της αγοράς εργασίας. Μία από τις συνέπειες αυτών των αλλαγών είναι ότι
πολλά επαγγέλματα χάνουν γρήγορα την αξία και τη χρησιμότητα τους, ενώ οι γνώσεις και οι δεξιότητες που
τα άτομα κατέκτησαν στα πρώτα στάδια της ζωής τους καθίστανται ανεπαρκείς για το παρόν και το μέλλον.
Η συνολική τεχνολογική αναδιάρθρωση της εργασιακής δραστηριότητας στερεί όλο και περισσότερο στα
άτομα τη δυνατότητα να διατηρούν μία και μοναδική επαγγελματική ταυτότητα σε όλη τη διάρκεια της
ενεργού ζωής τους. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής της κατάστασης
για τα άτομα, οι νέοι άνθρωποι των τεχνολογικών κοινωνιών καλούνται να αλλάξουν δύο ή τρία
επαγγέλματα στην επαγγελματική πορεία τους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στα άτομα να κατακτούν
διαρκώς γνώσεις, να ανανεώνουν τις δεξιότητες τους, να αποκτούν γρήγορα νέες ειδικεύσεις, δηλαδή, να
εκπαιδεύονται συνεχώς.
Η εκπαίδευση δεννοείται πια ως η απλή, κανονιστική μετάδοση γνώσεωναπό τις μεγαλύτερες γενιές
στις νεότερες, όπως την όριζε ο Ε. Durkheim κατά τον 19ο αιώνα. Και τούτο επειδή, τόσο το περιεχόμενο
της εκάστοτε εκπαιδευτικής πράξης όσο και ο χρόνος που αφιερώνεται σεαυτήν, αποτελούν αντικείμενο
διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, τα δύο φύλα και τις διαφορετικές κουλτούρες των
ανθρώπων, γεγονός που παρατηρείται σε όλες τις σύγχρονες πρακτικές της καθημερινής ζωής. Η
εκπαιδευτική πράξη καθίσταται επομένως μια διαδικασία που δεν περιορίζεται στο χώρο (το σχολείο) και το
χρόνο (περίοδος της νεότητας), αλλά επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής και πέραν των σχολικών
τειχών.
Αλεξάνδρα Κορωναίου, Εκπαιδεύοντας Εκτός Σχολείου, 2002 (Διασκευή)
4. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ
Προκειμένου να κατανοήσουμε την επανάσταση που μπορεί να επιφέρει η εισαγωγή των νέων
τεχνολογιών στην εκπαίδευση είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από την επίδραση που έχουν
ασκήσει οι τεχνολογίες αυτές στην κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική, την ιατρική και άλλους
τομείς. Αν περιοριστούμε, για χάρη συντομίας, μόνο στο ραδιόφωνο και το κασετόφωνο, την
τηλεόραση και το βίντεο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι άλλαξαν τον τρόπο ζωής των μελών των
κοινωνιών στις οποίες επικράτησαν πολύ πριν αξιοποιηθούν στην εκπαίδευση.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα αποτελεί ένα κομμάτι της κοινωνίας και αντικατοπτρίζει τις αρχές
και τα ιδανικά της. Εντούτοις, δε φαίνεται να ακολουθεί την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε αυτή
μετον ίδιο ρυθμό. Το μοντέλο διδασκαλίας που βασίζεται στο μοναδικό βιβλίο, το δάσκαλο-αυθεντία
και το παραδοσιακό διαγώνισμα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος που δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά τα μεταπολεμικά χρόνια. Παράλληλα, όμως, δεν
πρέπει να παραγνωρίζουμε ένα πλήθος αλλαγών που σημειώθηκαν σε επίπεδο υποδομών και
περιεχομένου στην ελληνική εκπαίδευση.
Οι συνέπειες αυτής της ασυμβατότητας ανάμεσα στην τεχνολογικά αναπτυγμένη κοινωνία και
στην προσκολλημένη στο παρελθόν εκπαίδευση μπορεί να αποβούν αρνητικές για τους μαθητές.
Κάποιοι από αυτούς μεγαλώνουν σε ένα τεχνολογικά αναπτυγμένο περιβάλλον, γεμάτο από ποικίλες
και εναλλασσόμενες εικόνες και πηγές πληροφόρησης, με αποτέλεσμα να βρίσκουν το σχολείο
βαρετό και ανίκανο να τους εμπνεύσει και να τους ανοίξει νέους ορίζοντες και ενδιαφέροντα. Η
πλειοψηφία των παιδιών, όμως, κάνει περιορισμένη ή καθόλου χρήση αυτών των τεχνολογικών
επιτευγμάτων. Αν το σχολείο δεν τους παρέχει τρόπους πρόσβασης σε αυτά, τότε θα χάσουν μια
σημαντική ευκαιρία να προετοιμαστούν για την Κοινωνία της Πληροφορίας στην οποία καλούνται
να ενταχθούν. Έτσι, η ένταξη των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση μπορεί να συντελέσει σε
μεγάλο βαθμό στην κατάργηση των ποικίλων ανισοτήτων.
Για να πραγματοποιηθεί η ενσωμάτωση των τεχνολογιών στην εκπαίδευση επιβάλλονται αρκετές
αλλαγές. Θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να ξαναγυρίσουν στα θρανία, για να εκπαιδευτούν στις νέες
τεχνολογίες και στους τρόπους αξιοποίησής τους στην τάξη. Αντίστοιχα, πρέπει να προσαρμοστούν
και οι μέθοδοι αξιολόγησης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Η αξιολόγηση αυτή πρέπει να πάψει
να είναι μηχανιστική, αλλά να επικεντρώνεται περισσότερο στη διαδικασία μάθησης, στην πορεία
του μαθητή προς την κατάκτηση της γνώσης. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού διαμορφώνεται σε αυτόν
του βοηθού που καθοδηγεί, παρατηρεί και επεμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας. Με τον
τρόπο αυτό αξιολογείται όχι μόνο η επίδοση του μαθητή, αλλά και η απόδοση του συστήματος.
Οι νέες τεχνολογίες έφεραν επαναστατικές αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα. Η εξάπλωσή τους
επέφερε σε μεγάλο βαθμό την παγκοσμιοποίηση στην αγορά και στην οικονομία.. Τα νέα δεδομένα
δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Είναι χρέος της κοινωνίας να προσφέρει στα παιδιά την
απαραίτητη εκπαίδευση για να επιβιώσουν, αλλά και να διακριθούν στο τεχνολογικά αναπτυγμένο
παγκοσμιοποιημένο μέλλον του κόσμου. Η εκπαίδευση πρέπει να βασίζεται σε νέα δεδομένα, να
εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες των παιδιών, αλλά και να ανοίγει νέους δρόμους. Επομένως, δεν
μπορούμε να αφήσουμε τις νέες γενιές να πορεύονται στο μέλλον με τα δεκανίκια του παρελθόντος.
Κωνσταντίνα Οικονόμου, Νέα Παιδεία,2004,(διασκευή)
5. ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το σχολείο που θέλει να αναπτύξει τη δημιουργικότητα των μαθητών του δεν θα περιοριστεί στη
δημιουργία του κατάλληλου κλίματος και των ευνοϊκών συνθηκών. Προγράμματα, βιβλία, μέθοδοι
διδασκαλίας, διδάσκοντες και διδασκόμενοι θα πρέπει να προσαρμοστούν και να στραφούν προς αυτή
την κατεύθυνση. Η μηχανική μάθηση, η τυποποίηση της διδασκαλίας ή της εργασίας, η παθητική
επανάληψη, η παιδαγωγική του «κάνε αυτό που σου λέω» και του «κάνε το όπως σου το λέω» θα
αποκλειστούνκαιθααντικατασταθούνμεμεθόδουςόσογίνεταιπερισσότερο ενεργητικές,επεκτεινόμενες
και σε θέματα που ίσως δεν προβλέπονται από το πρόγραμμα, αλλά που η πραγμάτευσή τους ενδιαφέρει
ένα μαθητή ή μια ομάδα μαθητών. Το ερώτημα δηλαδή «τι θα ήθελες να κάνεις» και «πώς σκέπτεσαι
να εργαστείς» βρίσκεται στη βάση μιας δημιουργικής παιδευτικής διαδικασίας που σέβεται την
ατομικότητα και πιστεύει στις δημιουργικές δυνατότητες της. Από τις ενεργητικές μεθόδους θα
αναφέρουμεκυρίωςτηδιερευνητική,κατά την οποία η οργάνωσητης ύλης καιη σύνδεσητωνγνωστικών
τμημάτων επαφίεται στον ίδιο το μαθητή, ώστε η μάθηση να παίρνει μια δημιουργικά εξατομικευμένη
μορφή σχετιζόμενη άμεσα με την εργασία, να είναι δηλαδή μάθηση πραγματική.
Ο διδάσκων εξάλλου θα πρέπει να είναι σε θέση να ανατοποθετήσει τον παραδοσιακό ρόλο του,
αναθεωρώντας κριτικάκαι παραμερίζοντας τοεγχαραγμένο μοντέλοτουπαραδοσιακούδασκάλου:Θα
πρέπει να μένει ανοιχτός και ευέλικτος, να οργανώνει, να εμψυχώνει, να ενθαρρύνει, να δίνει τις
πληροφορίες που χρειάζεται ο μαθητής για τη δουλειά του ή να τον κατευθύνει σωστά στην αναζήτηση
και την ανεύρεση τους, να καθοδηγεί τον εργαζόμενο διακριτικά και στο βαθμόπου θα κρίνει αναγκαίο.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει και ο ίδιος να είναι δημιουργικό άτομο ή να ενεργοποιήσει τη λανθάνουσα
δημιουργικότητατου.Διαφορετικά,ηζωήτουσεέναδημιουργικόσχολείοθαήτανδύσκοληγιαπολλούς
και ευνόητους λόγους.
Πιο συγκεκριμένα,η σχολική ζωή στο δημιουργικό σχολείο θα μπορούσε να οργανωθεί μετρόπους
που να ευνοούν τις πρωτοβουλίες, τις επιλογές, τις εργασίες των μαθητών σε θέματα που τους
ενδιαφέρουν να ανατίθεται, π.χ., στους μαθητές η οργάνωση και παρουσίαση ορισμένων μαθημάτων,
διάφορες εκθέσεις, έκδοση περιοδικού ή εφημερίδας, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές παρουσίες,
ομιλίες-συζητήσεις για θέματα επικαιρότητας, κοινωνικά ή πολιτικά, επιστημονικά, καλλιτεχνικά κτλ.
Σε μια τέτοια οργάνωσηκαθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι ομάδες τωνενδιαφερόντων των μαθητών και
με την προϋπόθεση ότι διδάσκοντες και διδασκόμενοι θα απαλλαγούν από την πίεση των
ποικίλων εξετάσεων και από το αδιάκοπο κυνήγι της ύλης και του χρόνου.
Στο δημιουργικό σχολείοθα τονιστεί ιδιαίτερα η συμμετοχήτων μαθητών στο διάλογο, ώστε να
είναι όσο το δυνατό ενεργητικότερη με όλο τον κίνδυνο της «εκτροπής»από τη «διδασκαλία» που έχει
σχεδιάσει ο διδάσκων. Ο καλός δάσκαλος ποτέ δεν ξέρει πού θα βγάλει τελικά το μάθημα και σ' αυτό
ακριβώς έγκειται η γοητεία του έργου του. Πάντως, ένα μάθημα που οδηγεί εκεί που αυτός έχει
σχεδιάσει, δεν είναι πάντα το καλύτερο μάθημα.
Στο δημιουργικό σχολείο θα προσεχτεί ιδιαίτερα ο τρόπος υποβολής των ερωτήσεων. Θα
μπορούσαμε να διακρίνουμε και τις ερωτήσεις σε συγκλίνουσες και αποκλίνουσες ή σε κλειστές και
ανοιχτές. Συγκλίνουσες ή κλειστές είναι αυτές που ο διδάσκων «ξέρει» την απάντηση και την
περιμένει. Ακούει αδιάφορα ή δεν ακούει καθόλου τις άλλες απαντήσεις, ώσπου να ακούσει την
αναμενόμενη, οπότε και ενθουσιάζεται. Ο ίδιος ο μαθητής δεν απορεί, δε ρωτάει, δεν ενθαρρύνεται
στην απορία ή στην ερώτηση, δε βλέπει να λαμβάνεται υπόψη η προσπάθεια του και, κατά
συνέπεια, δε διακινδυνεύει μια απάντηση λαθεμένη.
Ο δημιουργικός μαθητής δυσφορεί σε τέτοιες συνθήκες μαθήματος και αντιδρά συχνά με
απρέπεια ή με ειρωνεία. «Να κάνετε ερωτήσεις που να μην ξέρετε την απάντηση», αυτό είναι το αίτημα
της δημιουργικότητας.Η στενή όμως αντίληψηγια την αγωγή,που περιορίζειτο ρόλοτης στο γνωστικό
6. αποκλειστικό υλικό, δεν αφήνει το διδάσκοντα να κινηθεί σ' αυτό τον ευρύτερο χώρο της συλλογικής
προσπάθειας και της γόνιμης ανταλλαγής ιδεώνμετις δημιουργικές προοπτικές πουδίνουνοι ανοιχτές
ερωτήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Έκθεση. Ο φιλόλογος ζητάει από τους μαθητές να γράψουνμια
έκθεση πάνω σ' ένα θέμα με σχεδόν δεδομένη την απάντηση. Γιατί δε ζητάει τη γνώμη τους πάνω σ' ένα
πραγματικό ερώτημα; Γιατί δε ζητάει όλες τις δυνατές οπτικές από τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί το
ερώτημα; Γιατί δεν ασκείτους μαθητές σεελεύθερες ανακοινώσεις-εισηγήσεις οι οποίες και να συζητηθούν
στη συνέχεια;Γιατί δεντους ζητάειπροτάσεις γιατην επίλυσηενός πραγματικούπροβλήματος,γιατίδεν
τους ασκεί σε επιχειρηματολογία υπέρ και κατά ενός θέματος; Γιατί δεν τους ασκεί στη συγγραφή ενός
συλλογικού κειμένου ή στην κατάστρωση ενός σχεδίου για την αντιμετώπιση μιας πιθανής κατάστασης;
Αλλά και γενικά το σχολείο γιατί δε βοηθάει τους μαθητές να χρησιμοποιούν τα χέρια τους, να
κατασκευάζουν, να κάνουν πειράματα, να ερευνούν, να αναζητούν, να αποκτούν προσωπικές εμπειρίες
και γνώσεις - όχι βιβλιακές - να δημιουργούν κάτι δικό τους, να «ποιούν»; Προς αυτήν όμως την
κατεύθυνση οφείλει να κινείται το δημιουργικό σχολείο.
Κώστας Μπαλάσκας